Το τέλος του Ρέξ
Το πρώτο φως του Ήλιου είχε φανεί μέσα από τα αραιά σύννεφα και η μέρα φαινόταν μια όμορφη μαλακή μέρα του Γενάρη. Όταν ξάφνου ακούστηκε η στάμπα του Ρεξ. Τα σκυλιά είχαν αμοληθεί σε ένα ντορό που έπιασαν εκεί στον τόπο που μας έφερε για κυνήγι η απόφαση του Αρχηγού. Είχε νόημα από μέρες είπε. Το μέρος δεν ήταν άγνωστο κάθε άλλο. Το πιο γνωστό και μάλιστα το λέγαμε «στο σκυλί του Γκουντούλα» γιατί εκεί ένας κάπρος σκότωσε κάποτε ένα καλό σκυλάκο που είχε η παρέα και άνηκε στον Γκουντούλα.
Τα καρτέρια αμίλητα αλλά τα σκυλιά ενός φίλου λαγοκυνηγού έκαναν τον χαμό στην κορυφή του βουνού δίπλα στα καρτέρια. Ακυρώθηκαν τα προφανή και κοντινά και ο κάπρος έπρεπε να οδηγηθεί έτσι ώστε βγει αλλού. Ο Ρεξάκος είχε φτάσει πρώτος εκεί και τον ακολουθούσε ένα άλλο σκυλάκι ο Άρης ο οποίος δεν είναι και πολύ της στάμπας. Εκεί άκουσα στον ασύρματο να λέει ο Ψαρούλης που ήταν καρτέρι πάνω από την ρεματιά δίπλα στα λαγόσκυλα: «πάει το σκυλί!». Ξανά πάλι σε λίγο το ίδιο… «Γρήγορα παιδιά πάει το σκυλί!». Τρεχανε οι παγανιέρηδες να φτάσουν στο απρόσιτο μέρος όπου καλά γιατακιασμένο είναι το καπρι από το βράδυ.
Είχαμε δει το πρωί ένα κοπάδι ημίαιμα από θηλυκά και μικρά να μπαίνουν στον φράχτη της μάντρας τους ψηλά στο βουνό από μια τρύπα. Μάλλον είχε προηγηθεί μια ερωτική βραδιά με το καπρί που ήταν κάτω στην ρεματιά γιατί φαινόταν από εκεί να ανεβαίνουν. Υποθέσαμε πως εκεί θα ήταν μάλλον καπρι και ήταν. Όλα έδεναν.
Τα σκυλάκια μας μόνα εκεί στην ρεματιά σε άνισο αγώνα με τον κάπρο και δυο σούδες παραπέρα να αγωνίζονται να φτάσουν οι δικοί μας κοντά τους. Ακούστηκε ακόμη ένα σκούξιμο. Και μετά σιωπή.
Τίποτα δεν ακουγόταν. Ούτε καν το τρακάκι που φορούσε στον λαιμό του ο κακόμοιρος μικρός μας Ρεξ...
Η συνέχεια γνωστή. Ακόμη ένας σκύλος εκεί να το βρει πάλι και μετά και άλλα σκυλιά να το σηκώσουμε και μετά ο Σάκης Γκαραβέλης κοντά τους να προσπαθεί να το βγάλει ώσπου έπεσε από τα μονόβολα του Κώστα Γκουντούλα. Δεινός σκοπευτής. Ένα μονόβολο στο Δοξαπατρί, το σήμα κατατεθέν του, και ένα στην καρδιά. Τέλος.
Την ίδια ώρα ο Βάϊος με τον Αντώνη έφταναν στον Ρεξ. Την ίδια ώρα που ακούστηκε το «τέλειωσε παιδιά το καπρι», ακούσαμε τον σύντροφο να λέει πως το σκυλί είναι χάλια ισα που ανασαίνει. Γρήγορα στήθηκε η επιχείρηση να βγει ο Ρεξ κοντά σε κάποιο αυτοκίνητο. Δυστυχώς αν και η παλληκαριά των παιδιών να το βγάλουν και να φύγουν γρήγορα στον Γιατρό και όλη η αξιοσύνη του γιατρού δεν μπόρεσε να σώσει ένα τοσο πολυτραυματισμένο πλασματάκι. Κατέληξε το απόγευμα…
Θα μου πει κανείς «κανένα καλύτερο δεν έχεις να γράψεις χρονιάρες μερες»; Όχι δεν έχω γιατί η θλίψη από τον χαμό του μικρού μου συντρόφου είναι διάχυτη μέσα στην καρδιά μου αλλά και όλης της παρέας. Οφείλω στην μνήμη του Ρεξ να γράψω το τέλος του, Το τέλος ενός σκύλου που κυνηγούσε από οκτώ μηνών και θα έγραφε ιστορία αν ζούσε κι άλλο…
Από την άλλη είναι μια καλή ευκαιρία να θυμίσω και να θυμηθώ και εγώ πως αυτή της αποχή χάσαμε πολλά και καλά σε κυνηγητική αξία σκυλιά. Μάλλον κάτι τυχαίο δεν είναι. Το σκαφτόμασταν με φίλους και καταλήξαμε στο ότι είναι φυσικό να είναι έτσι διότι αυτή εποχή έχει σχέση με την αναπαραγωγή. Τα καπριά είναι πλέον γεμάτα τεστοστερόνη και αφού η περίοδος ζευγαρώματος βαδίζει στο τέλος της είναι κουρασμένα και έχουν χάσει βάρος. Φυσικά από τους λόγους αυτούς και έχει αλλάξει η συμπεριφορά τους.
Ένα ξεκούραστο καπρι, δεν θα μείνει να πολεμήσει χωρίς λόγο και αιτία τα σκυλιά και τους κυνηγούς. Θα προσπαθήσει να μείνει εκεί που είναι όμορφα γιατακιασμένο. Μέσα σε ένα ανήλιαγο κλειστό μετά από μια όμορφη νύχτα φαγητού και μπάνιων στα λασπόλουτρα. Αν τύχει και ζοριστεί λίγο παραπάνω, την έκανε με φτερά στα πόδια. Αυτό όμως είναι στην αρχή της σεζόν. Τώρα στο τέλος της είναι πλέον κουρασμένα και εξαντλημένα από τις μάχες μεταξύ τους και με το ολονύχτιο ζευγάρωμα. Όταν χαράξει ο θεός την μέρα μόνο ένα πράγμα δεν έχουν κατά νου. Να τρέχουν σαν μαραθωνοδρόμοι! Μένουν λοιπόν και πολεμούν. Πολεμούν γιατί δεν έχουν την δύναμη, όχι δεν έχουν την θέληση, να φύγουν. Αλλά και η μισή δύναμη ενός κάπρου αρκεί να σκοτώσει με την μια ένα σκύλο.
Πριν μέρες ο Ρεξάκος είχε πιάσει μια τραυματισμένη σκροφίτσα από την μύτη. Την άλλη κυνήγησε ένα κοπάδι με τον Αραπάκο μαζί αποτελούμενο από καμιά δεκαπενταριά αγριογούρουνα. Είχε πάρει πλέον την αίσθηση πως δεν «μασάει» πουθενά. Μέγα λάθος και δυστυχώς μοιραίο. Νόμιζε το δίχρονο σκυλάκι πως ο Κάπρος που ήταν απέναντι του δεν έφευγε και ήταν όπως η σκρόφα αδύναμος να του κάνει κακό. Δεν ήταν έτσι όμως. Η διστακτικότητα του κάπρου στην φάση της στάμπας έγκειται στο γεγονός ότι ο τρόπος με τον οποίο κτυπάει βασίζεται στην τοποθέτηση του πλάγια και λοξά από τον στόχο του. Εκεί είναι που τα σκυλιά που κάνουν κοντινή στάμπα την πατάνε κυριολεκτικά. Πλησιάζουν περισσότερο από ότι πρέπει και μετά… μια απότομη επίθεση που οδηγεί στον γιατρό στην καλή περίπτωση και στα θυμαράκια στην χειρότερη.
Μέρες του Γενάρη και τα τελευταία κυνήγια. Όσοι τραυματισμοί γίνονται όλο τον χρόνο, μαζεμένοι σε πέντε κυνήγια. Η προσοχή μας πρέπει να είναι τεταμένη και να επιλέγουμε να κυνηγάμε μεν καπριά για να αποφεύγουμε τις σκρόφες που εγκυμονούν αλλά από την άλλη πρέπει σκυλιά επιθετικά να τα κρατάμε εκτός παιχνιδιού…
Ας μην ξεχνάμε πως το κυνήγι του Αγριόχοιρου μπορεί σε λίγο να τελειώνει αλλά ξαναρχίζει σε οκτώ μήνες. Τότε θα χρειαστούμε πάλι τα σκυλιά και πρέπει όπως και εμείς να είμαστε όλοι καλά. Για τα σκυλιά μας η ευθύνη βαραίνει τους ώμους μας.
Η λογική ας κάνουμε τα πάντα για ακόμη ένα καπρι στη καρότσα με κόστος ένα αγαπημένο σκύλο μάλλον ανήκει στην σφαίρα του παραλόγου…