• Image 03
  • Image 04
  • Image 02
  • Image 01
Εκτύπωση

Πες μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι

Άρθρο της κατηγορίας: ΔΙΑΦΟΡΑ

 small«Πες μου τους φίλους σου να σου πω ποιος είσαι…»

Όταν το κυνήγι τελειώσει και με το καλό κρεμαστούν τα όπλα για «του χρόνου με το καλό» (λαδωμένα λίγα αλάδωτα πολλά), όταν οι σκρόφες αρχίσουν να ετοιμάζουν την φωλιά για τα γεννητούρια και καταλαγιάσει ο «κουρνιαχτός της μάχης» τότε φαίνεται ποια ομάδα κυνηγών Αγριόχοιρου είναι ΠΑΡΕΑ.

Εκεί που η έγνοια, για το τι θα γίνει με τα σκυλιά και το φαί τους, πότε θα τα βγάλουμε στο βουνό, πως θα αντικαταστήσουμε τις απώλειες των πεσόντων ένδοξων Μαχητών, να δοκιμάσουμε κανένα καινούργιο και ότι άλλο… (ο κατάλογος των πραγμάτων δεν έχει τελειωμό!) δείχνει ποιος αλήθεια νοιάζεται για το ΑΥΡΙΟ.

Τότε πλέον τα ανεμομαζώματα και οι υπόγειες κουβέντες με τα μικροσυμφέροντα και τους μικροεγωϊσμούς που «έφτιαξαν» μια Ομάδα από το πουθενά έχουν διαλυθεί και μένουν οι Παρέες που έγραψαν, γράφουν και θα γράψουν Ιστορία στο δικό μας κυνήγι.

Εν αρχή, ο Αρχηγός. Ο Δήμος Παπακυπριανός που χρόνια πριν ακόμη βγει ο Νόμος για τα εμφανή πορτοκαλί γιλέκα πήρε απόφαση και ώστε η «Παρέα από το Βλαχογιάννη» να φορά εμφανή γιλέκα με σκοπό την ασφάλεια μας! Το ότι κάποιοι μας έλεγαν Εταιρεία κατασκευής δρόμων δεν τον ένοιαξε καθόλου και έλεγε: «Ναι! δρόμο ανοίγουμε, για να ακολουθήσετε όλοι εσείς που δεν μπορείτε να δείτε το αύριο!» Και όλοι ακολούθησαν…

Το παραπάνω περιστατικό το αναφέρω γιατί όπως σε κάθε ομάδα ατόμων που έχουν κοινό σκοπό είναι σημαντικό πράγμα ο ηγήτορας. Στην Παρέα μας που μετράει αισίως πάνω από τριάντα κάτι χρόνια υπήρξαν οι πρωτομάστορες της. Το όμορφο μας ταξίδι ξεκινάει κάπου στις αρχές του ΄80 σαν παραμύθι.

Ο Κώστας Γκουντούλας αποφάσισε να γίνει γουρουνοκυνηγός, χωρίς να έχει ιδέα από το συγκεκριμένο θήραμα όντας καλός κυνηγός λαγού και πουλιών, έχοντας όμως όραμα να ξεπεράσει κάποτε τις ακουστές ομάδες του Βορρά, που κυνηγούσαν το «Μεγάλο Βασιλιά του Κλειστού»  και μαζί του οι φίλοι του, ο Ανδρέας Αθανασούλης που έκανε και τον πρώτο Αρχηγό, ο Νάσος Αθανασούλης και κάτι χωριανοί που ακλουθούσαν. Όπου μάθαινε ότι υπήρχε γουρούνι σήμαινε συναγερμό και έκανε επιστράτευση! Κίσσαβο άκουγε, Κίσσαβο! Φλώρινα άκουγε Φλώρινα! με ότι μέσο εκείνη την εποχή μάζευε όποιον ήταν διαθέσιμος κι η παγάνα έτοιμη!

Αποτέλεσμα; Μηδέν για πολλά χρόνια, αλλά κανείς δεν ασχολούνταν!

Μόνο την οσμή του περασμένου Κάπρου να χτυπάει τα ρουθούνια και έφτανε! Όταν μάλιστα χτύπησαν το πρώτο καπράκι τα τσίπουρα και η χαρά ήταν τέτοια που δεν το άνοιξαν γιατί ξεχάστηκαν και το θήραμα πήγε «πεσκέσι στις αλεπές»!

Πολλοί πέρασαν έφυγαν και μετά ήρθε και ο Κώστας Κολτσίδας να ακολουθεί τον Κώστα και τον Ανδρέα σε απέλπιδα κυνήγια όπως μου έλεγε: «στο πουθενά και κατ΄ εκτίμηση» εξ αποστάσεως των κυνηγότοπων «με το μάτι λέγαμε, όμορφο κλειστό εκείνο, άγριο, σίγουρα θα έχει γουρούνι, βάζαμε παγάνα, δεν είχε φυσικά, φεύγαμε! Με τον Κώστα Γκουντούλα να λέει καταχαρούμενος, τι ωραίους ντορούς βρήκε!».

Μέχρι που ήρθε και ο Δήμος σαν νέος κυνηγός. Περίμενε υπομονετικά και σε εγρήγορση στο καρτέρι ώρες την πρώτη μέρα σιωπηλός, εύκολο για ένα λακωνικό τύπο, αλλά ατσίγαρος για ώρες δώδεκα, πράγμα πολύ δύσκολο για ένα μανιώδη καπνιστή σαν αυτόν! Τελείωσε το κυνήγι και έφυγαν όπως ήρθαν. Μα εκείνος όπως και οι άλλοι κόλλησε!

Μετά από τα πρώτα «πέτρινα χρόνια» η παρέα άλλαζε και είπαν να πάει το πράγμα μπροστά, στους νέους, έτσι ανέλαβε ο Δήμος την αρχηγία σε ηλικία τότε 23 χρονών και η παρέα απέκτησε άλλες προοπτικές. Έτρεξε κοντά σε όποιον νόμιζε ότι μπορεί να του μάθει πράγματα, διάβασε βιβλία είδε βίντεο ξένα, ελληνικά και άκουγε προσεκτικά όποιον έλεγε κάτι για αγριογούρουνο! Άκουγε μάθαινε και αξιολογούσε.

Η παρέα με τα χρόνια άρχισε να παίρνει την μορφή την σημερινή. Σίγουρα διάφορα άτομα πέρασαν και έφυγαν, όχι πολλά όμως. Έμεινε όποιος κολλούσε εκατό τοις εκατό με το πνεύμα που ήθελε ο Αρχηγός και οι περισσότεροι γιατί η αλήθεια είναι πως τον Δήμο τον αποδέχονται όλοι για όλα, μα κυρίως για το πνεύμα ομάδας που τον διακρίνει. Στα καλά και στα δύσκολα ομάδα. Όλο τον Χρόνο.

Στο κυνήγι δεν υπάρχει περίπτωση να γίνει κάτι αν δεν το πει ο Αρχηγός και το ωραίο είναι ότι όλοι το θέλουμε αυτό ακόμη αν και υπάρχουν πολλοί σύντροφοι που μπορούν να αναλάβουν ανεξάρτητη δράση όταν το καλέσει η περίπτωση και το ωραίο είναι ότι όλοι θα δώσουν αναφορά στον αρχηγό ακόμη και όταν είναι στην άλλη μεριά του βουνού κυνηγώντας ίσως άλλο θήραμα ή ακόμη στην Δουλειά του! Ακόμη όμως και όταν μπορεί να μην είναι παρών η Παρέα μας κυνηγάει με πνεύμα που προέρχεται από δεκαετίες γνωριμίας των πιο πολλών ακούγοντας μια φωνή κοινής κυνηγετικής συνεκτικότητας, σαν μια μονάδα Λοκατζήδων!!! Ξέρει ο καθένας την ντουφεκιά του άλλου την μισή κουβέντα που θα πει για να δώσει κατεύθυνση και κυρίως οι παρεξηγήσεις της στιγμής πάνω στην μάχη έχουν περάσει με την στιγμή!

Το πιο όμορφο και απίθανο συνάμα, είναι ότι ο καθένας προσπαθεί, κόντρα με το τι γίνεται συνήθως σε άλλες ομάδες, να καρπωθεί η ομάδα το θήραμα και ας μην ρίξει ούτε ντουφεκιά ο ίδιος, αρκεί να γίνει το σωστό! Ας το πάρει ό δίπλα και αν μπορεί να τον ευκολύνει το κάνει αυτόματα, καίγοντας και τις αρκετές έστω πιθανότητες που είχε να βγει το θήραμα σε αυτόν, αν στον άλλον θεωρήσει ότι θα είναι σίγουρη η επιτυχία.

Δεν υπάρχει περίπτωση όποιος έχει «δυνατό πόδι» η καρδιά ψύχραιμη να περιμένει να κάνει ο άλλος κάτι που κάνει ο ίδιος αν και αυτό θα σημαίνει κόπο πολύ και ταλαιπωρία για χιλιοστή φορά. Ο καθένας έχει την θέση του και οι δυνατότητες του καθενός αξιοποιούνται στο έπακρο ακόμη αν αυτό σημαίνει ότι κάποιος θα κάνει πιο ξεκούραστα πράγματα φαινομενικά και κάποιος θα τρέχει σαν μαραθωνοδρόμος. Αυτός που τρέχει δεν μπορεί να μείνει στο καρτέρι ακίνητος και να μην σκάσει μέσα του και αυτός που μένει στο καρτέρι ναι μεν δεν είναι «στην φωτιά, μέσα στην δράση», αλλά μπορεί να υποφέρει και να αντέξει ώρες μοναξιάς, πολλές φορές αμίλητος και ακίνητος εντελώς  μέχρι να πει το περίφημο «έπεσε!» και όλοι να τον συγχαρούν, αλλά ο ίδιος ποτέ δεν θα κοκορευτεί στα καφενεία γιατί ξέρει πως η επιτυχία είναι ολονών, ακόμη και αν όλοι μας τον παινεύουμε για να την μπαίνουμε στους συναδέλφους άλλων ομάδων!

Έτσι δημιουργήθηκε η παρέα μας και στους παραπάνω που ανέφερα προστέθηκαν οι Νίκος Παπακυπριανός ο «Παππούς» πατέρας του αρχηγού, ο μπάρμπα Θανάσης Παπακυπριανός, ο Σάκης Γκαραβέλης, οι Γκουντουλαίοι Τάκης και Αχιλλέας, ο Σάκης Καλύβας το «Ψαρούλι» ο Γιωργάκης Βαδρακάς, ο Τάκης Πανταζής, ο Θάνος Καραούζας «ο Γιατρός», ο Στέλιος Γκουντιλιάνης και η αφεντιά μου ο Γιώργος Ρουπακιάς , αλλά και φίλοι της ομάδας που ακολουθούν όταν μπορούν, ο Δημήτρης Γκουντούλας, ο Βάϊος Λυτσιούλης το «Μαστορούλι» με τον Στέλιο το «Μάστορα», ο Βασίλης Γκατρής και ο Αντώνης Καραδήμος  κοντά σε εμάς μαθαίνουν το κυνήγι του Άγριου του Βουνού.  Φυσικά και αρκετοί  μα όχι πολλοί, που ήρθαν αλλά για διαφορετικούς λογούς ο καθένας έφυγε. Νόμος απαράβατος από τον Αρχηγό θεσπισμένος: «Δύσκολα μπαίνεις, δύσκολα βγαίνεις και ποτέ δεν ξαναμπαίνεις!».     

Παρέα στα δύσκολα και στην αρρώστια και στην χαρά. Αυτό είναι η Ομάδα μας αυτό είναι η δύναμη μας, η διάθεση μας να πούμε αν φύγει το θήραμα καλώς έφυγε «αρκεί που του έριξες και αν δεν το είδες δεν πειράζει» την καρδιά του συντρόφου να απαλύνουμε όχι να τον στεναχωρήσουμε! Εξάλλου κυνηγάμε για να ξεχνάμε αυτόν τον άδικο κόσμο που ζούμε καθημερινά με φόρους, τρόικες, αναδουλειές και ανεργία, όλο απαιτήσεις και με λίγες χαρές.  Και παράλληλα η διάθεση μας να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον όπου και όταν υπάρξει ανάγκη.

Το θήραμα στην ομάδα μας ανήκει στα σκυλιά. Και εκεί δίνεται η βαρύτητα μας όλο τον χρόνο. Στην υγεία τους στην διαρκή τους εκπαίδευση και στο διαρκές κανάκεμά τους! Φαγητό όσο πρέπει και καλό, βιταμίνες χάδια και γλυκομίλημα σαν να είναι παιδάκια…

Με το παραμικρό θα πάνε στον γιατρό και θα τύχουν της περίθαλψης που θα οριστεί και ας μην βγουν μήνες στο κυνήγι. Θυμάμαι πριν βγει το εμβόλιο για το Καλααζάρ ο Ρεξ μας ασθένησε. Τον πήραμε χαμπάρι γιατί μια φορά βγήκε σε κυνήγι δεύτερος πίσω από άλλο σκυλί στην δίωξη. Ήταν αεροπλάνο, δεν γινόταν…

Μετά τις εξετάσεις διαγνώστηκε η νόσος, του κάναμε θεραπεία κυνήγησε και κοντά δύο χρόνια πριν τελικά υποτροπιάσει και υποκύψει βυθίζοντας μας όλους στην στενοχώρια αφού μέχρι την τελευταία του στιγμή ήμασταν δίπλα του. Αλλά και τα σκυλιά μας που γεράζουν πεθαίνουν στο κουμάσι τους ήρεμα, με φροντίδα, σαν ένας παππούς του σπιτιού, με σεβασμό και αγάπη. 

Όσον αφορά δε τους τετράποδους συντρόφους μας, που πέφτουν στην μάχη, εκεί έχει πλέον από χρόνια πολλά καθιερωθεί να θάβονται με τιμές που αρμόζει σε σύντροφο πολεμιστή… Οι τρεις ντουφεκιές που συνοδεύουν την ταφή πνιγούν τον ήχο του λυγμού που ίσως ξεφεύγει στο αντίο μας αλλά είναι αδύνατο να σταματήσουν τα δάκρυα μας. Ακόμη και εκεί η παρέα είναι παρούσα σύσσωμη. Όπως και κανείς δεν φεύγει από το καφενείο πριν εκείνος που πηρέ την υποχρέωση να συνοδέψει τον σκύλο που χτυπήθηκε στον Γιατρό, τελειώσει και πει το «όλα καλά» ή… Αυτό άστο καλύτερα…

«Παρέα δεν βρίσκεις, ομάδες πολλές, παρέες λίγες. Σεις είστε γερή Παρέα!» έλεγε ένας μοναχικός γεροκυνηγός που μας αντάμωσε κάποτε στο Βουνό. Εδώ θυμάμαι ότι κάθε φορά που κινώ να πάω για το πρώτο τριήμερο να ανταμώσω την παρέα μου, σαν ξεκινάμε το κυνήγι πάντα σιγοτραγουδώ ένα παλιό Σαρακατσιαναΐκο τραγούδι, που μου ‘μαθε η γιαγιά μου μωρό ακόμη, που τα λέει όλα:

«Με πόνεσε για ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ με πόνεσε για κλέφτης,

παίρνω και ζώνω τ’ άρματα και τ’ αλαφρό σπαθί μου

και παίρνω δίπλα τα βουνά δίπλα τα κορφοβούνια …»