Ο ύπνος στο καρτέρι
Στο καρτέρι τον είχαν βάλει πάλι το απόμερο. Και σαν δεν έφτανε αυτό, ήταν και χθεσινός από κρασί και προχθεσινός από τα τσίπουρα. Έπρεπε να είναι σήμερα για το κυνήγι και ο φίλος και σύντροφος τους από την πόλη; Αν έλειπε εκείνος θα είχε και μια δικαιολογία να μην έρθει στο πρωινό μάζωμα και ούτε γάτα ούτε ζημιά. Αλλά, έλα πες τα στον κολλητό, που δεν πίνει ούτε σόδα!!!
Το τσιγάρο έσβησε γρήγορα πάει και το δεύτερο, το σαλάμι με το σκόρδο τέλειωσε και αυτό και ο γλυκός Μορφέας άρχισε να βαραίνει γλυκά τα βλέφαρα ξεπερνώντας το πρωινό κρύο. Εδώ είμαι μακριά και τα σκυλιά ούτε γκαπ! ακόμη σκέφτηκε. Αποφάσισε να ανάψει μία φωτιά να ζεσταθεί λίγο.
Η ώρα περνούσε αργά, αργά και μετά από μια στάμπα του μικρού Αζόρ και ένα σύντομο κυνήγι, μπήκανε και τα άλλα σκυλιά, ο Μένιος, ο Τσακίρ και τα Γκριφόν, στην νέα θέση που κάθισε το κοπάδι των Αγριόχοιρων και στην δίωξη που ακολούθησε φύγανε για μακριά στην άλλη κατεύθυνση από το καρτέρι του. Ακόμη πιο βολική του φάνηκε τότε η θέση του, πιο γλυκό το γιατάκι. Η φωτιά του μιλούσε στα μάγουλα και στα μάτια με την θέρμη της, την πυρωσιά όπως λένε στο χωριό, λέγοντας του ότι είναι η ώρα να ηρεμήσει, καλώντας τον στην πιο γλυκιά παράδοση. Όπως η Σειρήνα τον Οδυσσέα, έτσι ο Μορφέας τον καλούσε και αυτός τον άκουγε. Το παιχνίδι τελείωσε για εκείνον τα σκυλιά δεν τα άκουγε πλέον. . .
Ήρθε τότε κοντά του ο Κώστας ο παιδικός του φίλος και σύντροφος στα αμέτρητα κυνήγια και άρχισε να τον κατσαδιάζει για τι άλλο, για το καημένο το κρασάκι, ότι και αν του αντέτεινε σαν επιχείρημα τόσο ο άλλος άναβε και κόρωνε! Ρε φίλε, άσε με να ανέβω λίγο ψυχολογικά από την ύφεση, του λέγε, τίποτα ό άλλος. Ώσπου ξαφνικά τον βάζει κάτω του βγάζει τις γαλότσες και του έκαιγε τα πόδια!!! Ναι, τα πόδια. Ούτε βασανιστής των ες-ες να ήταν. Και όλο να τον βρίζει για το ποτό. Άγριος, σκληρός, αλλιώτικος και αυτός ανήμπορος, θύμα αδύναμο, να ακούει τον εξάψαλμο για το κρασάκι του το αγαπημένο και το βασανιστήριο να συνεχίζει πιο καυτό...
Όχι! μη! Βοήθεια φώναξε και ξύπνησε βλέποντας ότι ο "βασανιστής" του εξαφανίστηκε αλλά ένιωσε και είδε την γαλότσα του να έχει αρπάξει φωτιά και να του καίει το πόδι. Γελώντας από τρόμο και βρίζοντας μαζί, έσβησε την φωτιά από την καινούργια του γαλότσα και άκουσε τους άλλους να του φωνάζουν να πάει προς το αμάξι.
Τότε ήταν που πήρε την μεγάλη απόφαση. Να πάει στο χωριό και να πιει ένα κρασί για να ξεχάσει τον Εφιάλτη.