Το έσωσε η τρεμούλα
Σαν γεροπλάτανος στην γωνιά του καφενείου πάντα ξεχώριζε ο Αντρέας. Γλεντζές χωρατατζής, ήταν γερό παιδί και πιστός οπαδός του Νεμρώδ. Κυνηγός «παθητικός», όπως το λέει άρρωστος, «άμα ακούσεις τσαφ, έπεσε!!!» και ειλικρινής. Ναι ειλικρινής, σπάνιο πράγμα για κυνηγό θα πει κάποιος αλλά ήταν πάντα έτσι.
Πάνω από όλα όμως, είχε λέγειν. Θεωρία. Πως το λένε ρε παιδί μου, το «πράγμα ήξερε να το απλώνει καλά» όπως το λέγε, ήξερε να λέει ιστορίες. Ήταν ένας ραψωδός μιας εποχής που το κυνήγι ήταν πιο ρομαντικό και γεμάτο περιπέτειες γιατί και ο τρόπος του ήταν διαφορετικός. Πιο ριψοκίνδυνος, βιοποριστικός.
Πολλές φορές έπιανε να μας λέει ιστορίες από το κυνήγι παλιά. Και δεν έκρυβε τίποτα ούτε ηρωοποιούσε ποτέ τον εαυτό του πράγμα που τον έκανε ήρωα από μόνο του.
«Τι ξέρετε εσείς οι νέοι από κυνήγια, όποιος λέει δεν φοβάται ποτέ, λέει ψέματα. Αλλά τι να φοβηθείτε ντάλα μεσημέρι στο καρτέρι δύο ώρες το χωριό με τα πόδια;
Ε! ρε και να σας είχα τότε παλιά στον Βράχο που είχαμε πάει για κυνήγι και είπαμε να πιάσουμε καρτέρι βραδινό, γιατί έτσι το κυνηγούσαν τότε το καπρί. Εκεί να δείτε τόπος. Άγριο μέρος με βράχους θεόρατους και δάσος ατελείωτο από Οξιές και γεμάτο αρκούδια, καπριά, λύκους, ζαρκάδια.
Σαν σουρούπωνε βγήκαμε από τον καταυλισμό μας, τι καταυλισμός κάτι παλιοκουβέρτες και μια φωτιά με τα χρειαζούμενα ήταν να πιάσουμε τον τόπο. Άρχισαν να με ζώνουν τα φίδια αλλά όσο περπατούσαμε όλοι μαζί άντε το πάλευα, μα σαν αρχίσαμε να αραιώνουμε καθένας στο καρτέρι του και έφτασα στον τόπο τον δικό μου είχε νυχτώσει για τα καλά πια.
Πάνωθε μου το λιγοστό φεγγάρι χανόταν κάθε λίγο από κατάμαυρα σύννεφα που κάπου θα έφερναν και μια φθινοπωριάτικη χοντρή μπόρα. Αυτό μας έλειπε σκέφτηκα. Να πλευριτώσουμε κιόλας. Τι να τους κάνω που είναι μερακλήδες και παρατήσαμε την φωτίτσα μας, είχαν περισσέψει και κάτι παϊδάκια από το μεσημέρι. Δεν θα έπεφταν άσχημα με την ρετσινούλα που έφερε ο γιατρός. Αλλά τώρα είσαι εδώ και χαλάρωσε να περάσει η νύχτα.
Σκέφτηκα να ξεκλέψω κανέναν ύπνο αλλά που να χαλαρώσεις. Κάπου κάπου άκουγες ένα κλαδί ξερό να πέφτει, συναγερμός. Τρέμουλο, ταχυπαλμία, έσφιγγα το όπλο μου γερά, απασφάλισα, αμάν τι είναι; Τίποτα σιωπή. Τρέμουλο! Πάνω που ηρέμησα να πάλι κάτι έπεσε δυνατά. Που! Να σου….! Φύλλο από το δέντρο ήταν!!! Ρε από πότε τα φύλλα πέφτουν τόσο βαριά; Μάλλον θα γλάρωνα και έγινε εκείνη την στιγμή. Τέρμα, άλλον ύπνο δεν έχει. Η νύχτα βαριά πάνω μου, ορατότητα μηδέν κάτω από τα δέντρα. Δεν περνούσε και η ώρα… Τι γελάτε!! Να σας είχα εκεί μόνους σας, να σας έλεγα εγώ.
Ξαφνικά κάτι μου ήρθε σαν απόηχος στο αφτί. Αφουγκράστηκα καλά. Τώρα το άκουσα όμως. Περπατάει... Τετράποδο… Τι να είναι; Καπρί; η καμία μανιασμένη θεόρατη αρκούδα; Αλλά δεν ακούγεται και τόσο πολύ δυνατά… Μήπως ακούγεται η Αρκούδα; Άλλοι λένε ότι σε πλησιάζει στο μέτρο και δεν την ακούς. Μάλλον θα είναι σερνικιά και από τις μεγάλες σκέφτηκα. Λες πάλι να είναι ο κάπρος ο γερός να μας πάρει κανένα παραμάζωμα; Το όπλο κοντεύει να πέσει από τα χέρια… Τρέμω ολόκληρος….
Αργά έρχεται. Πλησιάζει. Πήρα απόφαση, ότι είναι να γίνει ας γίνει. Την ασφάλεια την είχα βγάλει πριν και τώρα μες στο σκοτάδι ήμουν έτοιμος για όλα. Αμάν ρε το όπλο δεν κάθεται σε μια μεριά. Τι έπαθε και τρέμει; Θα ρίξω και άμα την φάω την έφαγα, αλλιώς και έτσι πάλι χαμένος είμαι. Άμα είναι το καπρί ακόμα καλύτερα. Σκέψεις του δευτερολέπτου με τους παλμούς στους διακόσιους. Χρόνος δεν υπάρχει έφτασε!! Αμάν!
Αντιλάλησε το φαράγγι και το ανήλιαγο από τις τρεις ντουφεκιές που έπεσαν απανωτά. Τα πουλιά σηκώθηκαν από τα δέντρα και τα ζαρκάδια που έβοσκαν κοντά χύθηκαν στο πιο σκοτεινό σημείο του δάσους. Ένας λύκος που πήγαινε για το κοντινό μαντρί, άφησε την όρεξη του για άλλη μέρα και άρχισε να τρέχει για οπουδήποτε αλλού αρκεί να ήταν μακριά από εκεί.
Από μακριά ακούστηκαν οι φωνές των συντρόφων.
-«Το πήρες Αντρέα;» «Το πέτυχες;» φώναζε ο Κώστας.
- «Το έκλασα, αλλά είμαι ζωντανός παιδιά»,
- «Προς τα πού πήγε, να έχουμε το νου μας;»
-«Για περιμένετε, κάτι ακούω... τρέχει, αμάν βρε ακούω μια λαμαρινούλα να χτυπά φτου! σκύλος ήταν ρε παιδιά!! ευτυχώς αστόχησα!!!»
Ήταν το κακόμοιρο σκυλάκι που μια παρέα είχε χάσει και μας είπαν ότι το έψαχναν. Η λαμαρινούλα ήταν βουλωμένη με χορταράκια και όπως έτρεξε μετά, έπεσαν και άρχισε να χτυπά. Έλα όμως που το σκοτάδι και η μοναξιά με έκαναν τρέμω και να το βλέπω σαν αρκούδα και καπρί μανιωμένο και ήταν το ίδιο το τρέμουλο που του έσωσε την ζωή. Από τότε νυχτερινό καρτέρι δεν έκανα ποτέ που να πεινούσα και να έτρωγα χορτάρια βρασμένα. Και όποιος λέει δεν φοβάται ας πάει εκεί να του στείλω εγώ μια γάτα και όχι σκυλί και τότε τα ξαναλέμε!!! Άντε φέρτε ακόμη ένα κρασί, στην υγειά μας!!!»
«Στην Υγειά μας Αντρέα κυνηγέ!!!» είπε όλη η παρέα . . .