Μοναχικός Λύκος
Κρύο ξημέρωμα στο βουνό στην «πλάκα» και με αστραπές να χαράζουν μακριά στον ορίζοντα προμηνύοντας μια γερή μπόρα. Δεν είχε χαράξει καλά-καλά και το αμάξι δεν τον χωρούσε, βγήκε έβαλε βιαστικά κάτι μπουκάλια με νερό στο σακίδιο και ζώστηκε την ζώνη με τα φυσίγγια και με το βαρύ γιαπωνέζικο μαχαίρι, το καμάρι του. Ακόμη δεν έβλεπε τίποτε μα κάτι σαν μια ακατανίκητη, αδιόρατη δύναμη τον έκανε να ρίξει τα μάτια του χαμηλά και να αρχίσει την δουλειά του. Την δουλειά που κάθε Λύκος κάνει την αυγή, ιχνηλασία…
Ο «Λύκος» την αγαπούσε την ιχνηλασία από τον πρώτο καιρό που βγήκε στο κυνήγι, μιας και του έδινε την αίσθηση ότι είναι πράγματι λεύτερος και ανεξάρτητος πάνω στον βουνό, μέσα στην μήτρα της μάνας φύσης, που μια μέρα ήλπιζε ότι θα γύριζε να αναπαυτεί μακριά από την πολύβουη πόλη και μακριά από την ανθρώπινη ύπαρξη με τις σύμφυτες κακίες της. Κάθε μέτρο τον έκανε να βρίσκει χίλια πράγματα για το χθες και το σήμερα και ίσως για το αύριο κάποιου θηράματος και ποιος ξέρει ίσως και το δικό του. . .
Στο ίδιο μέρος πριν λίγες μέρες παραλίγο να βγάλει το μάτι του, μες τα κλειστά στην ξέφρενη πορεία του να κόψει το κοπάδι που άξαφνα πρόβαλε μπρός του και να το γυρίσει στα καρτέρια που ήδη ντουφεκούσαν ένα καπρι χωρίς κανείς να ξέρει για την κοπαδαριά που κρυβόταν επιμελώς στο ρέμα στα πλατάνια. Διάλεξε τότε από την μοναχική ντουφεκιά και το ένα κάτω, να προσπαθήσει το απίθανο, να προλάβει να βγει μπροστά στο κοπάδι και θα το κατάφερνε αν δεν ήταν τα σκυλιά στον ντορό να το γυρίσουν αντίθετα και να τον στείλουν να τα πιάσει χιλιόμετρα μακριά. Έτρεχε απεγνωσμένα να προλάβει και ένιωσε κάτι να πονάει στο μάτι του καθώς ένα κλωνάρι να μπήκε μέσα στο μάτι του μα δεν σταμάτησε και κατάλαβε το αίμα σαν το ένιωσε να τρέχει στο μάγουλο του. «Χαλαρά σκέφτηκε, ας μην πάθουμε τα ίδια. Δεν έχω και φυσίγγια φουλ στην ζωστήρα αλλά σήμερα δεν πιστεύω…».
Ρίχνοντας τα μάτια του χαμηλά δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που έβλεπε στο λυκόφως. Ίχνη που δεν μπορούσε να αγνοήσει! Ζωντανά! Του ήρθε στο μυαλό η κουβέντα του γεροκυνηγού ότι «τον φρέσκο ντορό τον βλέπεις στο σκοτάδι». Έκοψε πιο προσεκτικά και είδε ότι πράγματι είναι πολλά. Πάρα πολλά. Εδώ έχουμε κοπάδι. Τηλεφώνησε στον Αρχηγό που κάπου εκεί κοντά έκοβε με τον Σάκη. «Τα έχω εδώ, σίγουρα. Ελάτε με σκύλο».
Γέμισε με δύο δυνατά βαριά μονόβολα και μετά με ένα γρήγορο για το τέλος. Έβγαλε το ένα από την θαλάμη. «Ήρεμα, να δούμε που θα πήγαν, στα κλειστά που μπαίνεις στο ημίφως καλύτερα άδειο για ασφάλεια δική σου.» Πήρε τον ντορό και μέσα από το κλειστό βγήκε σιγά σιγά αλαφροπάτητος σε ένα ρεματάκι που κατέβαινε στο σμίξωμα. Αντί να το διασχίσει κάθετα κάτω και πάνω απέναντι, τον πονούσε και το πόδι στον αστράγαλο, ακολούθησε την ισοϋψή και γύρω γύρω, κόβοντας και για ντορό, βγήκε απέναντι και κίνησε για την μπάρα που υπάρχει για το πότισμα των ζωντανών. Εκεί πάντα πήγαιναν για να κάνουν λασπόλουτρο τα «Αγριόγρουνα» στις λούτσες τους σαν βόσκανε κοντά. Τον πήρε μια μυρουδιά που ο λύκος την ήξερε καλά. «Ρε εδώ πέρα πρέπει μόλις να πέρασε κοπάδι».
Βγήκε κοιτώντας τα ίχνη που εδώ τα έπιασε πάλι προς την μπάρα. Αυτό που έβλεπε ήταν επιεικώς απίστευτο! Λούτσες φρέσκες ολόφρεσκες πολλές… Έφερε γύρω την μπάρα και μετρούσε κοιτούσε ξανά ώσπου κάτι αδιόρατο κάτι απροσδιόριστο και δυνατή αίσθηση τον έκαμε να ανέβει χωρίς καν να παίρνει ανάσα στην όχθη της μισοάδειας μπάρας. Τρέχοντας σχεδόν αλλά με σιωπή. Τότε κοίταξε δεξιά αριστερά και είδε μπρος του στο σμίξωμα στα πενήντα μέτρα από το σημείο που πέρασε πριν και σε μια απόσταση εξήντα ογδόντα μέτρα απο εκεί το κοπάδι να ανηφορίζει βιαστικά στο μισοσκόταδο και κάτω από τον γκρίζο ουρανό που χάραζε με τις μακρινές αστραπές μέτρησε καμιά δεκαπενταριά αγριογούρουνα να ξεπροβάλουν βιαστικά μα όχι τρέχοντας. Πρώτη σκέψη. Άφησε τα να πάνε να γιατακιάσουν και τα κυνηγάμε. Όχι σημάδεψε και ρίξε και ότι πέσει, έπεσε, γιατί την άλλη φορά αλλάξανε Νομό και από την άλλη οι πρώτες ψιχάλες πέφτουν.Ρίξε!
Γύρισε το όπλο και περίμενε στο σημείο που θα τα είχε πεδίο βολής. Σφαίρα και γκούρλισμα σφαίρα και γκούρλισμα, παραπάτησαν τα δύο μεγάλα που ντουφέκισε κοντοστάθηκαν, μα να ακόμη ένα σφαίρα και γκούρλισμα, παραπατάει πέφτει, τα άλλα φεύγουν χτυπημένα! Γέμισε ξανα.
«Ρίξε σε αυτό που μένει πίσω… Τα άλλα θα τα βρω που θα πάνε!» Λυκίσιο μυαλό, λυκίσιες σκέψεις και το μοναχικό κυνήγι στον ορισμό του! Ακόμη μια σφαίρα και τέλος.
«Παιδιά ένα κάτω δύο τραυματισμένα και βρέχει το κοπάδι φεύγει προς τα πάνω δεν ξέρω που θα πάει! Σκυλιά φέρτε!» Πιάνει βροχή, «που να πάρει και να σηκώσει!»…
Σαν ήρθαν τα σκυλιά η βροχή έπεφτε καταρράκτης άνοιξαν οι βρύσες του ουρανού και ο Ματζάρ με το κουτάβι πήρε τον ντορό από το κοπάδι. Δύο ντοροί από τα τραυματισμένα ξέκοβαν προς τα κάτω στο ρέμα. Ο Αράπης μετά από μια ώρα που ήρθε στον ντορό και άρχισε να τραβά αλλά ούτε γκαπ. Σε λίγο σαν έφτασε σε ένα κλαράκι από ξερό χορτάρι και εκεί άρχισε να γαβγίζει! Έβαλε το χέρι του και παρόλη την βροχή είδε να βάφει το αίμα. Το σκυλί έφυγε προς τα κάτω μες την βροχή, ξεκόβοντας τον καλά και φεύγοντας μακριά. Πιάσαμε τον σκύλο μας μετά από ώρα μέσα στην βροχή, και τον άλλο στον ντορό καθώς ένα κοπάδι του έκοψε τον δρόμο. Η συνέχεια στο καφενείο. Όλοι χαρούμενοι, πρώτη φορά ‘βαρέσαμε’ αγριογούρουνο τόσο νωρίς, 07:45.
«Θα τα βρίσκαμε τα χτυπημένα αν δεν έπεφτε η βροχή, μες την βροχή που να βρείς, είπε ο «Γιατρός», αλλά που θα πάνε θα τα βρούμε και τότε θα φορτώσουμε την καρότσα!». Μακάρι.
Η τελευταία σκέψη μου σαν τελειώνω την ιστορία, είναι κοντά στον άτυχο Κτηνοτρόφο που σκοτώθηκε από άγριο Καπρί μια εβδομάδα αργότερα από την μέρα που έγινε η ιστορία εκεί στο βουνό. Σκέφτομαι ότι πρέπει να μην ξεχνάμε τι κυνηγάμε. Καμιά φορά ο κυνηγός γίνεται θήραμα,
αλλά ο Λύκος είναι Λύκος γιατί το ξέρει καλά...