Εκτύπωση

Το τελευταίο κυνήγι του Γενάρη

«Που βρέθηκα πάλι σήμερα τελευταίο κυνήγι και έλεγα μην πέσουμε εδώ… Και σκέψου ορκίστηκα για δεκάτη… όχι, για δεκάτη πέμπτη φορά, πως δεν θα ξανακατέβω εδώ για τραυματισμένο!» Αυτό μονολογούσε ο Γιώργος κατεβαίνοντας στο ρέμα της Γαλογάβρας στο κατόπι του σκύλου που μόλις αμόλησε και έφυγε γαβγίζοντας σαν τρελός.  Ήταν ο ντορός του τουφεκισμένου και κατά τα λεγόμενα των συντρόφων βαρέως τραυματισμένου αγριόχοιρου.

Η εντολή του αρχηγού ήταν σαφής αφού λέτε ότι χτυπήθηκε και μάλιστα γερά. «Πρέπει να πάει ένας με το κατάλληλο σκυλί και να το τελειώσει. Γιώργο θα πάς εσύ με τον Αζόρ που είναι μάνα σε στάμπες με τραυματισμένα και άλλος κανείς, ξέρεις εσύ…»

Η πρωινή ιχνηλασία με την συνεχή πότε ψιλή πότε χοντρή βροχή έδωσε σίγουρο ντοκουμέντο παρά μόνο ένα σκάψιμο και πάτημα από καπρί μάλλον, που ούτε μεγάλο φαινόταν πολύ από το  πάτημα του και ήταν δίπλα στο διαβόητο Γαβρί, σε ένα τόπο που φημίζεται για το πυκνό και αδιαπέραστο κλειστό του σε πολλά σημεία ακόμη και από τα σκυλιά. Αποφασίσαμε να πάμε σε ένα μέρος κοντά στο χωριό που είναι μεν δύσκολο μα η δική μας ομάδα ξέρει να το κυνηγάει. Μια χαράδρα που την λένε του Καραγιάννη η όποια χωρίζεται από υψώματα απότομα από μια άλλη βαθύτερη την Γαλογάβρα. Δεξιά και αριστερά πάλι χαράδρες μικρότερες και τα ανήλια τους δασωμένα πυκνά και απότομα. Απέναντι από την χαράδρα του Καραγιάννη από το προσήλιο μπήκαν τα σκυλιά. Τα καρτέρια κινήθηκαν αθόρυβα στην βροχή και ο καθένας μπήκε αμίλητος στην θέση του. Με το πρώτο γαύγισμα των σκυλιών επικράτησε σιωπή. Μέσα στο κλειστό ακουστήκαν τα όπλα που έριχνε αριά πυκνά η παγάνα… Η φωνή του Αρχηγού έφτασε στα αυτιά όλων με τον ασύρματο. «Προσοχή, έχει ομίχλη και είναι πολλά. Ας περάσουν, προσέχετε διπλά μην τουφεκάτε παρά μόνο μπροστά σας.»

Τα σκυλιά έφτασαν στην στάμπα από ώρα και δινόταν μάχη όταν ξάφνου ο Αχιλλέας είπε: «Σηκώθηκαν! Προσοχή στα καρτέρια προς τα βαρέλια!» 

Ο Σάκης που ήταν ψηλωμένα στο «Πουρνάρι», όπως λέμε την κορυφή από ένα μεγάλο πουρνάρι παλιό, ψηλό δέντρο. Αμέσως σκέφτηκε πως έπρεπε να πιάσει ένα διάσελο μην τυχόν και τα Αγριογούρουνα προσπαθήσουν να διαφύγουν από πιο ψηλά. Και μάλιστα δεν πήγε εκεί, αλλά σε ένα σημείο που έβλεπε το «σέλωμα» από μακριά για να μπορεί να ντουφεκίσει με το πάσο του. Μια ιδέα του ήρθε και αυτό έκανε. Άκουγε από μακριά τα αλυχτήματα των σκύλων και τα είδε να παίρνουν μια πορεία που στο μυαλό του είχε προδιαγράψει. Τα περίμενε και εκεί βγήκαν τα δυο τρίχρονα καπριά. Με το πρώτο ντουφέκι έπεσε το προπορευόμενο και το δεύτερο έφαγε τις άλλες δυο και άλλες δυο που πρόλαβε να γεμίσει ξανά!

« Πρόσεχε «Παππού» σε εσένα θα βγει, το βάρεσα καλά» ούρλιαζε γεμάτος έξαψη! Λες και με την φωνή θα έστελνε το καπρί μια ώρα αρχύτερα στον θάνατο που καραδοκούσε. Ο «παππούς» και ο φίλος του στην μπιρίμπα, μπάρμπα Κώστας, παραπλεύρως. Άλλα τρία όπλα άκουσε ο Γιώργος από την άλλη πλευρά όπου ήταν στο καρτέρι με τον σκύλο αμολημένο στην πλαγιά κάτω του. Άντε έπεσε σκέφτηκε. Έπιασε να ανάψει τσιγάρο, μα η φωνή του αρχηγού που καλούσε να πιάσουν τα σκυλιά και να μην περάσει κανένα τους πίσω από το τραυματισμένο στο φαράγγι την «Γαλογάβρα» τον έκανε να πάρει τηλέφωνο. Μυαλωμένος, όταν το θυμόταν, στο βουνό ήταν ο Γιώργης και σεμνός και αν τον φώναζαν όλοι Υπαρχηγό εκείνος ποτέ δεν το δεχόταν, αποφάσισε να πει στον Αρχηγό την γνώμη του. «Μην μπλέξουμε πίσω εκεί Αρχηγέ, δεν είναι μέρα σήμερα όλα είναι μούσκεμα και έχει κίνδυνο. Εδώ έχει γουρούνι μπόλικο. Να βάλουμε πάλι και μετά βλέπουμε για πίσω, αν δεν έχει τίποτα. Άσε που έχουμε και στο Γαβρί». Προσπαθούσα να αποφύγει το να χαλάσει το κυνήγιο ολονών με το διαβολογουρουνο που δεν εννοούσε να ψοφήσει τελευταία μέρα. Και κυρίως να κρατήσει τον δεκατοπέμπτο όρκο του! Γιατί… εκείνος ήξερε. «Ναι ρε Γιώργο δίκιο έχεις αλλά η σκυλοπούλα, η Λίζα που την λες, έφυγε πίσω στο γουρούνι και μάλλον λένε είναι βαρεμένο άσχημα… Κρίμα είναι να πάει χαμένο, ντροπή μας να ψοφήσει έτσι».

Τα υπόλοιπα τα είπαμε στην αρχή. Ο Αζόρ έφυγε και πήγε σαν άνεμος στον ντορό. Το αίμα τον τρέλαινε δεν τον φόβιζε και το μύριζε από κουτάβι. Έφτασε λίγο πιο πάνω από το βάθος του φαραγγιού και έφυγε προς τα κατάντη του ρέματος. Πλέον δεν τον άκουγε. Παίρνοντας μεσοπλαγίς το βουνό άκουσε το κουδούνι του να γυρίζει πίσω. Σκέφτηκε πως μάλλον έρχεται να το πάρει να τον πάει στο θήραμα που βρήκε και σταμπάριζε ώρα τώρα, όπως είχε το συνήθειο να κάνει από κουτάβι. Σκύλος GPS!

Του σφύριξε από ψηλά και σαν ήρθε αμέσως έτρεξε πάλι να βρει τον ντόρο που θα οδηγούσε στο θήραμα. Καταβαίνοντας γοργά μέσα στην βροχή κοντά στον σκύλο τον άκουσε να γαβγίζει σαν σε δίωξη με μανία! «Ρε εδώ δεν είναι το σημείο του ντορού» σκέφτηκε και αμέσως κατάλαβε πως έπεσε σε άλλο καπρί που σαν σίφουνας το άκουσε να σκίζει τα πουρνάρια της δασωμένης πλαγιάς και να ακούγονται οι πέτρες που κατρακυλούσαν στην κατεβασιά του. Από κοντά!

Έφτασε στο ποτάμι. Οι πατησιές του κάπρου ήταν το κάτι άλλο. Μεγάλες σαν αγελάδα. Αν δεν φορούσε μεγάλο νούμερο μάλλον θα ήταν απλά τεράστιο! Είδε τον σκύλο να είναι έτοιμος να μπει στο ποτάμι πάνω σε μια πέτρα λίγα μέτρα από την όχθη. Έπεσε μέσα να τον αρπάξει πριν βγει απέναντι στο ανήλιο. Μούσκεμα τα άρβυλα. Αλλά ο σκύλος σε φρενίτιδα έμεινε τελικά από τη εδώ πλευρά. Τον πήρε. Το έβαλε πάλι στον ντορό πιο ψηλά και ό Αζορ τον πήρε κανονικά. «τώρα σε έχω» είπε… Μα το σκυλί απλά πήρε την κατηφόρα και ξανά στο ποτάμι το τραυματισμένο είχε περάσει και εκείνο το ποτάμι. Πολύ σκληρά ζώα αλήθεια… Ίδια σκηνή πάλι μέσα στο ρέμα να μην περάσει το σκυλί πέρα στο ατέλειωτο ανήλιο.

«Τώρα ώρα για επιστροφή σκέφτηκε, ας βγω πάνω να πιάσω καρτέρι έστω μακρινό, μην γυρίσει πίσω εδώ πάλι κανένα γουρούνι και μπλέξουμε».  Η ανηφόρα απότομη και η βροχή διαρκώς να ποτίζει κυνηγό και σκύλο. Μετά από ώρα σχεδόν έφτασε στο αμάξι. Άλλαξε με ότι είχε στο σακίδιο και ξάφνου άκουε πως πάλι έχουν στάμπα τα σκυλιά λίγο πιο πέρα από εκεί που σηκώθηκαν τα δυο πρώτα. Την ίδια ώρα άλλοι τρεις σύντροφοι που ερχόταν πιο αργά από τα κοπάδια τους είδαν το πρωινό μάλλον καπρι που βρήκε να περπατά απέναντι στα «καθαρά» και άφησαν τον Τσακίρ και την Ζαΐρα. Άλλο πάλι τούτο. Μισοί εδώ μισοί εκεί.

Ο Τζακ έκανε στάμπα. Κατέβηκε πάλι στο πρωινό καρτέρι και εκεί στάθηκε παγωμένος. Ώρες πέρασαν και ο Αρχηγός με τον Αντώνη και τον Αχιλλέα να δίνουν αγώνα για ένα καπρι που δεν ήθελε να σηκωθεί. Αλλά δυο σκυλιά μέσα. Τίποτα. Φοβισμένα άπλα γάβγιζαν που και που… Ακόμη δυο. Το καπρι σηκώθηκε μετά από 3 ώρες αγώνα. «Αυτό το Καπρί θέλω να το δω, μας πέθανε!» ακούστηκε ο Αχιλλέας. Βγήκε προς τα καρτέρια και ακουστήκαν 19 πυροβολισμοί! Ο Στέλιος έμελλε να ξοδέψει όσα δεν είχε ξοδέψει όλο τον χρόνο. Από απέναντι έριξε όλη την φυσιγγιοθήκη. Έπεσε.

Την ίδια ώρα πήραν τηλέφωνο τα παιδιά που κυνηγούσαν πέντε χιλιόμετρα πιο πέρα το άλλο. Έπεσε! Είχε φύγει και προσπάθησε να βγει από του κλεφτή το Ανήλιο. Εκεί όμως έφτασε ο Βασίλης με τον Στέλιο που το είχαν στο κατόπι. Ο Βασίλης που να περπατήσει δεν μπορούσε με στραμπουλιγμένο πόδι άφησε τον Στέλιο πιο πέρα και εκείνος πήγε στο σέλωμα να τον κατευθύνει. Εκεί το είδε! Μέσα στα δέντρα αφουγκραζόταν. Βγήκε με το πόδι μπανταρισμένο και του έριξε. Το Καπρί γύρισε στον Στέλιο άλλα τρία και από εκείνον. Πήρε κατήφορο… «Χτυπήθηκε» φώναξε ο Στέλιος. Εκεί ο Ζήσης άρχοντας όσο μπορούσε το πρόλαβε και έπεσε πάνω του. Τέλος…

Τρία Καπριά την τελευταία μέρα. Είπαμε στο τέλος και στην παράταση που δόθηκε να μην βαρέσουμε σκρόφα. Αφήστε για του χρόνου να γεννήσουν. Τρία καπριά την Τετάρτη και άλλα δυο το Σαββατοκύριακο για το χατίρι του Άξιου Αρχηγού του Δήμου Παπακυπριανού.

-«Ρε Γιώργο πόσα έχουμε;» ρώτησε την Πέμπτη.

-«Ογδόντα πέντε αρχηγέ».

-«Δύσκολα θα πιάσουμε τα ενενήντα φέτος….» είπε με παράπονο.

-«Αρχηγέ, αφού το θες θα γίνει και στο λέω, θα φάμε τα ανήλια και θα γίνει!»

Και έγινε. Όταν ο άνθρωπος βάζει ένα στόχο και αγωνίζεται όλα γίνονται. Και η Ομάδα του Βλαχογιαννίου ξέρει να αγωνίζεται! Καλή χρονιά σε όλους και από Σεπτέμβρη πάλι!