Εκτύπωση

Ευτυχώς ξημέρωσε ο Θεός την μέρα!

Άρθρο της κατηγορίας: ΚΥΝΗΓΟΣ

«Ευτυχώς ξημέρωσε ο θεός την μέρα» είπαμε όλοι! Μετά από μια νύχτα υπό τους ήχους των δαιμονισμένων αλυχτημάτων 10 σκύλων! Ο Θεός να μην δώσει να περάσουμε άλλη νύχτα σαν ετουτη έλεγα όλη νύχτα! Μαρτύριο μεσαιωνικό, κινέζικο…

Η ιστορία ξεκίνησε από το μεσημέρι της Παρασκευής που φτάσαμε όλοι άλλος λίγο νωρίτερα, άλλος λίγο αργότερα στο παλιό Εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής, που ιστορείται από το 1888. Κτίσμα παλιών τσελιγκάδων που τα ονόματα τους χαραγμένα στην πέτρα δίπλα στην χαμηλή, να μην μπαίνουν οι τούρκοι με τα άλογα, πόρτα και στην μνήμη όλων των ντόπιων. Εκεί μας περίμενε ήδη ο Αρχηγός, ο Δήμος Παπακυπριανός με τον Σάκη Γκαραβέλη που είχαν πάει από το πρωί.

Αφού φτιάξαμε τα γιατάκια μας ο καθένας στην παραδοσιακή θέση του πλέον, ασχολήθηκαν κάποιοι με το άναμμα της φωτιάς και άλλοι με τις σούβλες. Ο Αρχηγός είχε φροντίσει για όλα. Το «4ο Γραφείο» πάντα άψογο! Νερά, αναψυκτικά, κρασί και μπύρα. Όλα!

Με ιστορίες πειράγματα και σχέδια για την μεγάλη μέρα που ξημέρωνε αύριο πέρασε η ώρα βγήκε το φαγητό μας και επακολούθησε ένα όμορφο τσιμπούσι με ευχές για επιτυχία και καλά να περάσουμε. Ως γνωστόν στον κυνηγό «καλό κυνήγι» δεν λες! Πέρασε η ώρα και σιγά σιγά πήγαμε για ύπνο. Αυτό όμως που δεν προσέξαμε ήταν ότι τα σκυλιά όλο γαύγιζαν. Κλεισμένα στα κουμάσι τους τόσο καιρό, κατάλαβαν πως έφτασε η ώρα για πραγματική δράση και «δεν τα είχε ο τόπος» όπως λέμε στο Βλαχογιάννη!

Αλύχτισμα μέχρι θανάτου. Που να κλείσεις μάτι… Να τα αμολήσεις ή να τα δέσεις μακριά, η κοιλάδα είναι γνωστό λυκοτόπι, δεν θα ξημέρωναν πολλά το πρωί. Αφού έκλεισαν και οι φωνές του Κώστα Γκουντούλα και του Σάκη του Καλύβα που όλο τα μάλωναν και παραδόθηκαν, έφτασε και η ώρα να ετοιμαστούμε για το βουνό! Σε λίγο θα χάραζε!

Όλοι άυπνοι…

Με τα σκυλιά στις κάσσες και νέες εντολές από τον αρχηγό με το δεδομένο ότι όλοι είναι άυπνοι και μάλλον με τον καύσωνα που προδιαγράφεται δεν μπορεί να γίνει ιχνηλασία και ψάξιμο. Θα πει κανείς και να ψάξεις τι να βρεις; όταν έχει να βρέξει τρείς μήνες και όλα είναι μπαρούτι; Τέλος πάντων έτσι είναι ο καιρός με τον θεό δεν τα βάζει κανείς, οι εντολές ήταν λιτές και σαφείς. Στα ριζά του βουνού τα καρτέρια τα βασικά, από πάνω άλλα με τον αρχηγό και τα σκυλιά να αφεθούν στο μέσον του βουνού, εκεί που «σίγουρα πάντα κάτι έχει».

Στον δρόμο για την ανάβαση στο βουνό τα είδε από μακριά ο Αντώνης με τον Τάκη και τον Γιώργο. Χάραζε. Σταμάτησαν το αμάξι και τα περίμεναν. Έπεσαν στο ντουφέκι του Αντώνη… Ψύχραιμος πήρε με μια τουφεκιά δυο χρονιάρικα και με τα άλλα δυο φυσίγγια ένα Κάπρο μεγάλο και ακόμη ένα μικρό!

«Καλά κίνησε η μέρα. Άντε να μαζέψουμε αλλά δυο να πιάσουμε το όριο Κάρπωσης» είπε ο Αρχηγός.

Σαν έφτασε στις θέσεις του ο καθένας και πιάσανε τα καρτέρια καλά, κινήσαμε και εμείς στην παγάνα. Τα σκυλιά σύντομα εντόπισαν ένα ντορό και άρχισαν να γαβγίζουν. Αυτή την φορα το αλύχτισμά τους ήταν «δώρο Θεού», σε αντίθεση με την «Κόλαση επί γης» που ήταν το περασμένο βράδυ. (Το ίδιο πράγμα στην σωστή και λάθος ώρα πόση διαφορά κάνει!) Σύντομα πέσανε πάνω σε ένα μεγάλο αγριογούρουνο. Φυσικά για την τύχη μας ήταν γεννημένος δρομέας Αιθίοπας! Τι διαδρομές έκανε δεν φαντάζεστε. Αφού έφερε το βουνό πάνω κάτω και εξαφάνισε ένα σκύλο από τα GPS για κανένα δίωρο η απόφαση του Αρχηγού μας ήταν να τα μαζεύουμε… Εκείνος δέχτηκε ένα τηλέφωνο που του είπαν πως «ευρέθη ο σκύλος μας ο απολεσθείς» κοντά σε ένα μαντρί φίλου.

Το μεσημεριανό πλούσιο μα ποιος να φάει πολύ με τόση ζέστη... Το θερμόμετρο στους 38 βαθμούς! Ευτυχώς ο πάγος στο βαρέλι έκανε δουλειά και είχαμε λίγο νερό δροσερό. Μέσα στο εκκλησάκι το «γιατάκι» μου φάνταζε όαση και οι πέτρινοι τοίχοι είχαν τόση δροσιά που η κούραση έφυγε γρήγορα και ο μεσημεριανός ύπνος ήρθε να συμπλήρωση τις χαμένες ώρες της νύχτας.

Το βράδυ το τραπέζι ήταν πλέον «Επιτελική Τράπεζα σχεδίων» για την αυριανή εξόρμηση! Όλοι είπαν τις γνώμες τους και ο Αρχηγός αποφάσισε για το τελικό σχέδιο. Θα πάμε στο Ανήλιο και από το μαντρί στα «Λακόν» θα ξεκινήσει η Παγανα. Οι μισοί πρώτα καρτέρια και οι άλλοι μισοί δεύτερα καρτέρια δυο χιλιόμετρα πίσω. Το μέρος αχανές. Το μήκος του κλειστού, μερικά χιλιόμετρα. Μα ο αρχηγός είναι Στρατηγός. Έτσι που οργάνωσε το πράγμα αν υπήρχαν θηράματα θα έπεφταν σε τουφέκια. Αν ήταν τυχερά και δεν έπεφταν στα πρώτα, θα έπεφταν σαν χαζά στα δεύτερα ακόμη και χωρίς σκυλιά στο κατόπι τους.

Έτσι έγινε. Οι παγανιέρηδες μπήκαν στο κλειστό και χωρίς να το καταλάβουν βρέθηκαν δίπλα στο κοπάδι. Τα σκυλιά ξαφνιασμένα άρχισαν το τραγούδι της παγάνας. Ο δικός μου ο Αζόρ που δεν ακλούθησε την αγέλη από την αρχή ψάχνοντας μόνος του, αμολήθηκε να τα φτάσει, παράξενος χαρακτήρας πάντα. Αυτό κρατήστε το θα χρειαστεί. Τα πρώτα ντουφέκια έπεσαν αφού το κοπάδι είχε πρώτα σηκωθεί διωκόμενο από την αγέλη των σκύλων. «Σε εσένα Σάκη!» φώναξε από την παγάνα κάποιος. Αρκούσε στον έμπειρο καρτεριτζή, που είχε γεννηθεί στον τόπο αυτό, να καταλάβει το που και πως θα πιάσει. Άδειασε το όπλο και ξαναγέμισε. Μια σκρόφα και δύο χρονιάρικα έπεσαν. Διάλεξε προσεκτικά τα πιο καλά. Έφυγαν τα άλλα…

Τα σκυλιά πιαστήκαν μόλις έφτασαν στο θήραμα και πήγαιναν να μπουν πάλι σε ντορό όταν από το Καρτέρι του Αντρέα του Γερόλυκου ακούστηκαν ντουφέκια, τρία μαζεμένα και ξαναγεμίσματα γοργά. Πέντε έξι. Πέρασε ένα κοπάδι και κράτησε δυο ένα μικρό και μια σκρόφα καλή. Τα άλλα πήραν το δρόμο για το απέναντι καταφύγιο. Όλα ρολόι!

Τα σκυλιά μπήκαν πάλι στο ντορό και σύντομα άκουσα τον θόρυβο που έκανε σκίζοντας το κλειστό ένα μεγάλο γουρούνι. Πέτρες κατρακυλούσαν και πουρνάρια έσπαζαν και τα δεντράκια που λύγιζαν από την ξέφρενη πορεία του, επανέρχονταν κάνοντας θόρυβο σαν να περνούσε Οτομοτρίς! Έμεινα σε ένα σημείο που είχα πεδίο βολής όταν κατάλαβα πως χαμηλώνει. Στον Κώστα μάλλον θα βγει… Μπα! Ακόμη πιο χαμηλά. Όταν ξάφνου οι δυο σκυλίτσες που το κυνηγούσαν έκοψαν κατευθείαν για το μισοξεραμένο ποτάμι που κυλούσε, που λέει ό λόγος με τόση ανομβρία, στο ριζά του Βουνού. Εκεί λέμε τέλος. Τα σκυλιά πλέον είχαν φτάσει στα όρια τους. «Πέντε καλά είναι πάμε να φύγουμε, πιάστε τα σκυλιά» οι εντολές.

Ένα τουφέκι έσκισε την σιωπή του καυτού μεσημεριού. Ο μπάρμπα Νάσιος ακούστηκε να λέει «πάει ο κύριος!». Τι έγινε; Κατέβαινε πριν ακόμη πούμε τέλος. Δεν ήταν και ψηλά στην πλαγιά όταν άκουσε χαμηλά στο ρέμα τον ήχο από λαχανιασμένο αγριογούρουνο. Το είδε να μπαίνει στο λιμνάζον νερό. Το άφησε να πιει να δροσιστεί και μόλις πήγε να σηκωθεί του την άναψε. Έξι! Αλλά με μια διαφορά το τέρας δεν ήταν Κάπρος! Αλλά μια πολύ μεγάλη Σκρόφα. Τόσο μεγάλη, που γέλασε σε πρώτη ματιά και τον πολύπειρο ιχνηλάτη!

«Ο σκύλος μου ρε παιδιά που είναι;» Εκεί που τον άφησαν μου είπαν…

Όλοι για το εκκλησάκι να τα μαζεύουν και εγώ μέσα στον καύσωνα να πάω να τον βρω. Τίποτα, Εντελώς τίποτα. Γύρισα και είπα το γεγονός. Φάγαμε λίγο και ενώ όλοι φυγανε ο Αρχηγός, ο Σάκης και εγώ μείναμε για ξεκούραση. Φυσικά σε λίγο πετάχτηκα πάνω. Με τον Σάκη πήγαμε ξανά εκεί. Τίποτα, παρά μόνο καυτός Ήλιος να καίει την κατάξερη βλάστηση και νωχελικές αγελάδες κάτω από ξεραμένες γκορτσιές. Γυρίσαμε πήραμε τον αρχηγό που είχε ξυπνήσει και εκείνος και πάλι πήγαμε πάνω στο βουνό. Ο Αζόρ δεν έφευγε μακριά ποτέ. Κολάρο εντοπισμού λοιπόν δεν του βάλαμε. Φωνάξαμε αφουγκραστήκαμε από ψηλά, σιωπή…

Τους πήγα μέχρι το χωριό τριάντα χιλιόμετρα από εκεί. Ο αρχηγός ήδη κανόνισε στον δρόμο το κλιμάκιο για να τον ψάξουμε αύριο. Αφήνοντας τον Σάκη που τον φυλάει, μου είπε «αν τον βρεις πάρε με». Ήξερε, σκύλο δεν αφήνω στο βουνό. Γύρισα μόνος μου και το σκοτάδι πλέον έπεφτε γοργά. Σταματούσα, αφουγκραζόμουν, φώναζα και πάλι το ίδιο παραπέρα. Τίποτα. Αποφάσισα να πάω στο εκκλησάκι. Ο Αζόρ είναι έξυπνος σκέφτηκα ίσως θυμάται πως τον πήγαν το πρωί στην παγανα. Φθάνοντας βρήκα ένα βοσκό φίλο μας.

«Το σκυλί το βρήκα κυνηγούσε και ερχόταν από το καταφύγιο, το έβαλα μέσα στον περίβολο μην το δαγκώσουν τα τσομπανόσκυλά μου». Η χαρά του ίσως μεγαλύτερη από την δική μου σαν με είδε. Τελικά η τεχνολογία είναι δώρο Θεού. Έχει σώσει σκυλιά που θα πέθαιναν και εμάς από χαμένες μέρες στο βουνό.

Ξέρω πως στα δύσκολα λίγοι μένουν, αλλά μόνο ο «καλός ποιμένας», το αφεντικό, θα πάει μόνος του να βρει το χαμένο σκυλί, ακόμα και όταν είναι χίλια κομμάτια.

«Σύντροφο πίσω δεν αφήνουμε!» λέγαμε κάπου κάποτε…