Το κυνήγι του Λύκου
«Ποιος είπε πως δεν είναι μέρες που περνάς καλά χωρίς να κυνηγήσεις θήραμα; Όποιος το είπε ή ήταν πολύ σοφός και δεν τον καταλάβαμε ή βλάκας και δεν κατάλαβε τι είπε.»
Έτσι έλεγε και το πίστευε ο κυνηγός της ιστορίας μας ώσπου ήρθε η μέρα να βιώσει κάτι ανάλογο. Να κυνηγάς ολημερίς χωρίς να έχεις θήραμα και να το ευχαριστηθεί στο τέλος!!!
Ο σκυλάκος έφυγε γαβγίζοντας τον ντορό από τα σκαψίματα και η στάμπα του ακούστηκε ψηλωμένα και ξεκάθαρη. Σκέψεις γρήγορες, συνέπεια και του καφέ του πρωινού, χωρίς τσιγάρο, γιατί είπαμε να κάνουμε και κράτει. Τηλέφωνο στην παρέα, που έκοβε τόπο μακρύτερα, στα γρήγορα και «ελάτε να το φάμε λάχανο! Πρωινό σκάψιμο και το έπιασε κατευθείαν στάμπα! Αμάν!».
Ο σκυλάκος επέστρεψε όπως έκανε στο σφύριγμα, το κλέφτικο το διακριτικό, όπως το συνήθιζε στα μεγάλα καπριά, ενισχύοντας την βεβαιότητα ότι το θήραμα «ήτο μέγα».
Αναμονή. Σιωπή και να ακούγεται το πέταμα του κάθε πουλιού σαν αεροπλάνο…
Σιωπή και κράτημα του σκύλου που περιφερόταν κοντά εκεί μην και πάει να σηκώσει το θεριό πριν ζωθεί καλά το ζώμα.
Ο ήχος του αμαξιού που έφτανε με το λοιπό σκυλολόι και τους συντρόφους ακούστηκε αχνά. «Έρχονται τα καλά σκυλιά που το έχουν για την πλάκα». Γρήγορα ακούστηκε το σύνθημα των καρτεριών και το σκυλί μπήκε στο σκάψιμο από όπου ξεκίνησε και ο πρωινός μας σκυλάκος. Νταπ! από δω νταπ! από εκεί, ερχόταν προς το μέρος του σκυλάκου που και αυτός τσιτώθηκε και έκαμε πάλι την κίνηση του προς την θέση που στάμπαρε το πρωί.
Ξάφνου και ενώ τα σκυλιά ερχόταν στον ντορό, το καρτέρι σιγομιλώντας είπε στον παγανιέρη της φάσης, τον «ανιχνευτή»: «από την άλλη πλευρά το σκυλί σου κυνηγά τρέχα!». Σφίχτηκε τότε και με χίλια διένυσε τα εκατόν πενήντα μέτρα που τον χώριζαν. Θόρυβος ακούστηκε και ένας έξαλλος σκύλος στον ντορό να χοροπηδάει στον αγέρα σχεδόν μέχρι που κατάλαβε την γκέλα που το έκανε το θήραμα και χύθηκε κοντά του αλλόφρον! Γρήγορα από κοντά!! Σφαίρα πάλι προς την άλλη πλευρά! «φεύγει όπως ήρθα παιδιά» φωνάζει στα καρτέρια και με το δάκτυλο στην σκανδάλη κοιτάζει να δει απέναντι.
Πρώτη σκέψη, που πάνε; Δεύτερη, κοίτα μπροστά τους! Αμάν τι είναι;
Γουρούνι όχι μεγάλο!!!
Αλλά κοιτάζοντας το γουρούνι από την πίσω όψη κάτι δεν πήγαινε καλά… Γρήγορη ματιά στα σκυλιά ξωπίσω του σαν μικρά φαινόταν… Μα η ουρά του αγριογούρουνου σαν τρέχει είναι ψηλά, τούτο…
Φτου!!! «Βρώμιο, Ξεραμένος»! Φώναξε. Λύκος.
Τα σκυλιά παρακάτω σταμάτησαν την δίωξη, τα έσκιαξε, γύρισαν πίσω.
Τα βάλανε κατόπιν στο κλειστό πάνω από την «στάμπα» στο Κουκούλι. Γαβγίσματα γλυκά παθιάρικα και γρήγορα σηματοδότησαν το αρχοντικό «κυνήγι της Αλεπούς», που ένεκα ότι ήταν όλοι τσοπαναραίοι οι κυνηγοί μας δεν το χάρηκαν καθόλου, θα έλεγα το αντίθετο αν κρίνω από τα γαλλικά με τα οποία στόλισαν τα σκυλιά μην κατανοώντας τις τόσο ευγενείς συνήθειες των μικρών τους φίλων!!
Αφού κυνήγησαν την αλεπού μέχρι να αφήσει το τομάρι της στα πουρνάρια, γύρισαν τα πιασαν και μαζεύτηκαν για να πάνε όλοι να πιάσουν έναν σκύλο που έφυγε στον ντορό, αλλά το καπρί δεν ήθελε να μείνει για να γνωρίσει την υπόλοιπη σκυλοπαρέα και τα αξιότιμα αφεντικά τους και την έκανε τάχιστα για τον διπλανό, στην κυριολεξία Νομό. Ευτυχώς ανεβαίνοντας το βουνό μπας και το δει το GPS, ήρθε το μήνυμα ότι ο σκύλος ενοχλημένος από τσομπανόσκυλα γύρισε και πιάστηκε από έναν της παρέας.
Προορισμός: το σίγουρο.
Μαζεύτηκαν κατόπιν όλοι και με τις οδηγίες του μεγαλύτερου κυνηγού που έκανε προσωρινά τον αρχηγό, λόγω ασθένειας του αρχηγού μπήκε το σχέδιο: «Θέλετε να σας πάω σε ένα σίγουρο»;;
Τρεις από Δυτικά, δύο Νότια, Νοτιανατολικά δύο, παγανιέρης ο μικρός ο Θύμιος και ο Γιώργος με τον «Λυκοκυνηγό» σκυλάκο ως έξτρα παγάνα, αν χρειαστεί, αλλιώς καρτέρι με τον Σάκη στην κορυφή. Μετά από ώρα αφού το Γκαπ! που ακουγόταν ανήκε στα πεινασμένα σκυλιά ενός γιδάρη απέναντι, αποφάσισαν οι παγανιέρηδες να αλλάξουν τόπο. «Από την άλλη» φώναζε ο Παππούς- Αρχηγός!!! «Από την άλλη είπα» .
Άντε να πάνε και κατά εκεί. Ένας σκύλος δεμένος ο Αραπάκος, ο Τσακίρ ελεύθερος και Αζόρ ο «λυκόσκυλος» να ψάχνει το θαύμα.
Ο Τσακίρ πήγε κοντά στον Γιώργο και άραξε στην σκιά, μέσα στο καυτό μεσημέρι του Οκτώβρη, ενώ ο Θύμιος έφτανε. «Ο σκύλος σου γαυγίζει από κάτω σου, στα μάρμαρα!!»
«’Άντε βρε Θύμιο, ακούς τα τσομπανόσκυλα από κάτω στα ισιάδα».
«Τι λες βρε; Στάμπα κάνει ο Αζόρ!! Είδα κυνηγούσε ένα κόκκινο πραμα. Στα πουρνάρια.»
«Καλά πως το είδες; Αλεπού;» «Όχι ψηλό, πάνω από τις πουρνάρες..»
Ρίχνει ο Γιώργος Δύο τουφέκια και ο Τσακίρ πάει κοντά στον άλλο και αρχίζει κυνήγι στο κλειστό. Στάμπα ξανά κυνήγι!! Αμάν τι είναι;
Κατέβηκε κάτω στα πουρνάρια που του έδειχνε ο Θύμιος. Του ‘φταναν σχεδόν στην μέση. «καλά, εδώ το είδες; Τι αλεπού ήταν αυτή;» «Δεν ήταν αλεπού μάλλον γουρούνι ήταν λέει ο Θύμιος».
Αμ δε; Ο Γιώργος ήξερε. Παρόλο που έκανε το καθήκον του να ακολουθήσει τα σκυλιά στο άσκοπο κυνήγι τους στον πάτο της χαράδρας, ήξερε. Αλλά ήθελε με την παρουσία του να τα φυλάει. Κυνηγούσαν πάλι Λύκο. Σίγουρα. Και ο ένας και ο άλλος. Ο Τσακίρ τον είχε κυνηγήσει και την Κυριακή, και ο Αζόρ μόλις το πρωί.
Ανεβαίνοντας στο τέλος στο Τζιπ βρήκε τον Σάκη που τον περίμενε. Άραξαν στην σκιά της πουρνάρας περιμένοντας τα σκυλιά να φανούν και ο Σάκης είπε: «Καλά κυνηγήσαμε και σήμερα. Το ευχαριστήθηκα !! και κυρίως δεν έχω και γδάρσιμο αύριο!!»