Χριστουγεννιάτικο Κυνήγι
Ο Χειμώνας μπήκε βαρύς από τις πρώτες μέρες του Δεκέμβρη και σε αντίθεση με τον Νοέμβρη έδειξε πως πήρε τον ρόλο του στα σοβαρά. Κρύο και παγωνιά το πρωί, πάχνη γεμάτος ο κάμπος και τα χιόνια σαν ζωγραφιά στόλισαν τα βουνά. Άλλαξε το σκηνικό της φύσης άλλαξε και το κυνήγι και μάλιστα στο πιο όμορφο του!
Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα και όλα παίρνουν ιδιαίτερο χρώμα. Η λάμψη της Γέννησης του Χριστού φωτίζει τα πάντα και κοντά σε όλα δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα και ομορφιά στα κυνήγια της παραμονής. Πάντα οι παγάνες των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς ήταν ένα μικρό πανηγύρι για τις παρέες. Όχι ένα απλό κυνήγι μα μια τελετουργία. Πολλά κυνήγια χάρηκα τούτες τις Άγιες Μέρες μα είναι μερικά που και να θες δεν τα ξεχνάς ποτέ. Μερικά μάλιστα λες και έγιναν για να μένουν για πάντα χαραγμένα στην μνήμη μας.
Ήταν μια δύσκολη χρονιά για την παρέα εκείνη. Είχε περάσει μήνας σχεδόν και η μια αποτυχία ακλουθούσε την άλλη. Μέρες που δεν βρίσκαμε πουθενά Αγριογούρουνα, ντοροί που πήγαιναν στο πουθενά και Καπριά που έφευγαν μέσα από την παγάνα από τα πιο απίθανα σημεία. Έφτασε η παραμονή των Χριστουγέννων και η διάθεση για κυνήγι ήταν στο αποκορύφωμα της. Τα όνειρα και τα σχέδια ήταν φιλόδοξα, αλλά δεν παρέβλεπαν και αυτό που όλοι είχανε στο μυαλό τους. Ακόμη μια αποτυχία. Όλοι εκτός από δύο άτομα, την Αφεντιά μου και τον Κώστα Γκουντούλα. Εκείνη την μέρα αποφασίσαμε να μην αφήσουμε τίποτα που κυνηγιέται να μην κυνηγηθεί. Το παραμικρό ίχνος θα το ακλουθούσαμε μέχρι να βρει «μαύρο χιόνι»...
Η μέρα είχε δείξει από το πρωί πως θα ήταν καθαρή. Χωρίς χιόνι και βροχή αλλά προμηνύονταν κρύα! Η ξαστεριά της προηγούμενης βραδιάς είχε παγώσει το χιόνι, που κρατούσε το βουνό σε διάφορα απόσκια και μέσα στο κλειστό, από την χιονόπτωση της προηγούμενης εβδομάδας. Το θερμόμετρο έδειχνε μείον δώδεκα το πρωί. Μα αυτό για εμάς ήταν χαράς ευαγγέλιο, αφού μας ανάγκαζε να περπατάμε γοργά και να ιχνηλατούμε χιλιόμετρα ολόκληρα. Μαγεία το παγωμένο τοπίο, αλλά έστρωνε με παγίδες την κάθε πλαγιά και κάθε πέτρα που έκρυβε…
Ο Αζόρ ανέλαβε δράση από το πρωί. Ο Κώστας είχε βρει έναν Ντορο και ο αρχηγός έστειλε τον σκύλο εκεί να τον ξεκαθαρίσει. Σαν έφτασε το σκυλί εκεί γύρισε να δαγκώσει την αλυσίδα του, έτσι τον βγάζαμε για ιχνηλασία, μιας και έκοβε τα σκοινιά μόλις έβρισκε ντορό φρέσκο. Τον αφήσαμε και άρχισε να τρέχει γρήγορα. Ο μελωδικός ήχος της φωνής του σύντομα χάθηκε στο πρώτο διάσελο. Από πίσω και εμείς, υποθέταμε πως δεν πρόκειται να πάει μακριά και πίσω στο ανήλιο θα σταματήσει. Νομίζαμε, ο Αζόρ έπιανε ντορό από τρεις μέρες! Μάλλον το Αγριογούρουνο είχε περάσει από νωρίς. Σαν βγήκα στην κορυφή τον άκουσα να κατεβαίνει το βουνό και να φεύγει για το επόμενο. Από Νομό Λάρισας, Νομός Τρικάλων! Γύρισα γρήγορα και πήραμε το τζιπ. Μετά από μια ώρα δρόμο μέσα σε κακοτράχαλους δασικούς δρόμους και ένα ράλι να προλάβουμε να βγούμε μπροστά του σταματώντας και ακούγοντας τον, φτάσαμε στην κοίτη στον Οιχαλιώτη ποταμό. Ήταν κατεβασμένος από το χιόνι που έλιωνε, πως τον περάσαμε με το ζόρι σε μια διάβα και φθάσαμε στον τυφλό δρόμο δεν θέλω να θυμάμαι…
Μια συνεννόηση με το τηλέφωνο έστειλε την υπόλοιπη ομάδα με ότι είχε σε ανάλογες κατευθύνσεις. Φτάσαμε στο τέλος του δρόμου. Εκεί πλέον ούτε τηλέφωνο ούτε ασύρματος έπιανε. Με τα πόδια βγήκαμε σε μια κορυφή στην «Κορώνα» όπου τον ακούσαμε απέναντι να σταμπάρει. Να περάσουμε πέρα αδύνατον το ποτάμι κατέβαινε θολό. Σαν από μηχανής θεός βγήκε από εκεί ο Χρήστος, ένας σύντροφος μας που ερχόταν και αυτός με το Αγροτικό του προσπαθώντας να περάσει προς το μέρος μας αλλά δεν το κατάφερε. Ήταν όμως στο σωστό μέρος. Μπήκε να το χτυπήσει στην στάμπα, μα εκείνο έφυγε, «ξεκλέφτηκε» όπως λέμε (γνωστός «χασογκόλης» εξάλλου!). Μείναμε με την χαρά και το βλέπαμε να κατηφορίζει την απόκρημνη πλαγιά και να πέφτει στο ποτάμι να περάσει στην πλευρά μας.
Καλό αυτό, μα το κακό ήταν πως έβγαινε πολύ χαμηλότερα από το σημείο που ήμασταν εμείς. Το αγριογούρουνο δεν έχει εμπόδια σε ότι βαλθεί να κάνει. Το απόδειξε περνώντας το παγωμένο ορμητικό ρεύμα του ποταμού σαν δεινός κολυμβητής. Βγήκε και τίναξε το νερό από πάνω του με μια κίνηση και πάλι ξεκίνησε τον ξέφρενο καλπασμό του. Από κοντά και σκύλος που τον παρέσυρε το ρέμα εκατό μέτρα παρακάτω. Άλλο πλάσμα άλλη δύναμη… Τρέξαμε να το προλάβουμε, μα στο μονοπάτι όπου δεν είχε λάσπη είχε χιόνι παγωμένο, φτερά δεν είχαμε… πέρασε και ανέβαινε την πλαγιά δεξιά μας. Σε λίγο είδαμε και το σκυλί μας να το ακολουθει. Άλλη επιλογή δεν είχαμε, από κοντά και εμείς. Ανηφόρα πάλι και ο ήλιος που έβγαινε που και που γελούσε με την ταλαιπώρια μας και κρυβόταν πάλι κάνοντας την θερμοκρασία να πέφτει απότομα. Ιδρώτας κυλούσε πλέον και μέσα από το μπουφάν όλα ήταν μούσκεμα, δεν έπρεπε να σταματήσουμε με τίποτα, θα παγώναμε. Πιο πολύ πεισμώναμε σαν ανεβαίναμε το βουνό γιατί πάντα ήμαστε ένα βήμα πιο πίσω και η μικρή μέρα του χειμώνα σώνονταν…
Πήρα το ένα συρραχο και ο Κώστας το δίπλα. Δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε για πού έβαλε σκοπό να πάει και πολλές φορές δεν ακούγαμε τον Αζόρ να κυνηγά λογω απόστασης. Ακούσαμε όμως στον ασύρματο μέσα από τα «παράσιτα» κάτι φωνές γνώριμες. Ήταν τα παιδιά της παρέας μας, που μετά από ώρες φτάσανε εκεί που λογάριαζε ο αρχηγός σαν τελικό προορισμό και τελευταία γραμμή… άμυνας! Πιο ψηλά τα πουρνάρια τελείωσαν και το «Κλαρί», δρυόδασος, έδωσε ακόμη ένα καταφύγιο για να κρυφτεί το αγριογούρουνο. Πάνω από το δασός με το δένδρο, ξανά το πουρνάρι έκανε το δικό του βασίλειο με αδιάβατα κλειστά αλλά και μονοπάτια που άνοιξαν τα αιγοπρόβατα με τα χρόνια. Ευτυχώς η κτηνοτροφία ακόμη δίνει την δυνατότητα να είναι μερικώς βατοί τέτοιοι τόποι στο βουνό.
Η πεντακάθαρη φωνή του Αζορ ακούγονταν στην πλαγιά καθώς τα χρώματα του ουρανού γκρίζαραν για να δώσει η μέρα στην θέση της στην χειμωνιάτικη νύχτα. Στάμπα πάλι… Κατάκοποι φτάσαμε και εμείς και πιάσαμε καρτέρι μακριά από το σημείο που λογαριάζαμε πως θα προσπαθήσει να διαφύγει. Εκεί ήταν ήδη οι υπόλοιποι. Δυο σύντροφοι πήραν ακόμη ένα σκύλο, τον Ρεξ και πήγαν στην στάμπα. Σε λίγο ακούσαμε την αλλαγή του αλυχτίσματος από «στάμπας» σε κυνήγι. Το αγριογούρουνο έφυγε και παίρνοντας πορεία απίθανη ερχόταν προ το μέρος μας.
Άκουσα την τουφεκιά του Κώστα. Δευτέρωσε. Περίμενα πως έπεσε, όταν είδα τον Κώστα να κινείται σαν να προσπαθούσε να διακρίνει κάτι στο μισοσκόταδο. Εκείνη την ώρα το είδα με την άκρη του ματιού μου, να ξεπετάγεται μέσα από τα πουρνάρια, κάθετα σε ένα μονοπάτι στενό, ισα που περνούσε άνθρωπος, στα τριάντα μέτρα. Ούτε θυμάμαι πως γύρισα, πότε επώμισα, πως άδειασα το όπλο μου, παρά μόνο πως ξαναγέμισα για την χαριστική βολή δίπλα σε ένα πουρνάρι πυκνό. Μόνο την χαρά των συντρόφων θυμάμαι σαν είπα «Τέλος, το πήραμε!».
Ακόμα ηχούν οι χαρούμενες φωνές τους στα αυτιά μου. Μια θύμηση με χρώμα και ήχο, γκρίζο του πινάκα το χρώμα του δειλινού, μα χαρά οι φωνές γεμάτες!
Ήταν μια μεγάλη σκρόφα. Σε χρόνο μηδέν από το πουθενά φθάσανε όλοι να την τραβήξουν. Ήταν περίπου ενάμισι χιλιόμετρο από το αγροτικό του Σάκη με το οποίο ήρθαν φορτωμένοι όλοι, σαν Σερβοβόσνιοι αντάρτες για το μέτωπο. Πρώτη φορά θυμάμαι τέτοια χαρά να τραβήξουν το θήραμα. Μάλωναν ποιος θα τραβήξει και ποιος θα κουβαλά τα όπλα, εκεί που άλλες φορές παρακαλούσες να έρθει κάποιος να βοηθήσει! Λες και τραβώντας την σκρόφα θα ξόρκιζαν όλοι τους την αποτυχία που έπεφτε σαν μολύβι στις καρδιές μας!
Εμείς εξαιρεθήκαμε από τον Αρχηγό. Είχαμε αφήσει το Τζιπ στο… πουθενά και αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω με τον σκύλο του Κώστα το Γκριφόν να μας ακολουθει. Είχε σκοτεινιάσει και πλέον το βουνό έγινε αγνώριστο. Μόνο, που και που, μια χιονισμένη πλαγιά μας θύμιζε κάτι και τα ίχνη που φαίνονταν στο χιόνι μαρτυρούσαν πως πηγαίναμε σωστά. Σκοτεινή βραδιά από τα πυκνά σύννεφα που σαν πυκνός καπνός κινούνταν και σκέπαζαν το χλωμό φεγγάρι. Μόνος σύμμαχος μας μην χαθούμε, το ότι έπρεπε να πάμε κατηφορικά. Δύσκολη πορεία η κατηφόρα και ακόμη πιο δύσκολη σαν χύθηκαν κατά πάνω μας τα τσομπανόσκυλα από ένα μαντρί να αρπάξουν τον σκύλο μας. Μια κλωτσιά σε ένα από αυτά, για να γλυτώσω τον σκυλάκο, με φόρτωσε με μια κράμπα. Μαρτύριο ο δρόμος, μα η χαρά της επιτυχίας, τα αστεία και η προσμονή να πάμε να βρούμε τους άλλους στο καφενείο τροπαιοφόροι, μου έδινε κουράγιο.
Δεν θυμάμαι πως ήταν που περπάτησα ώρες, ούτε και τον ήχο της τουφεκιάς που μας χάρισε το πολυπόθητο θήραμα, δεν θυμάμαι καν τον πόνο που τότε έμοιαζε αφόρητος…
Θυμάμαι όμως ακόμη, πως νύχτωνε και την άλλη ξημέρωνε Χριστούγεννα. Το κεράκι που πρόλαβα και άναψα καθώς ερχόμουν στον τυφλό δρόμο σε ένα ξωκλήσι, όπως πάντα το συνήθιζα για να μας φυλάει ο Θεός την παρέα, φαίνεται πως ήταν ικεσία ταπεινή, που άκουσε ο Ουρανός και η Παναγία με τον μικρό Χριστούλη μας φίλεψαν αγριογούρουνο για την γιορτή τους!