Το βάσανο της Δευτέρας
«Καλά τα βαρούσαμε χθες και προχθές στο Κυνήγι. Σήμερα ήθελα να είσαι εδώ, που ήρθα στο μαγαζί και είδα δέκα στο ψυγείο κρεμασμένα και κανέναν άλλο εδώ, παρά τον μπάρμπα Νάσο, άσε με έγινα τούρκος!!»
«Και συ βάρεσες τρία όμως φίλε!» Του είπα να τον παρηγορήσω από την άλλη γραμμή του τηλεφώνου…
«Εσείς τα στείλατε εγώ φταίω; Και άλλα δυο εσύ και πέντε το «Ψαρούλι» αλλά δεν είσαι εδώ ούτε συ, ούτε αυτός. Με αυτό που βλέπω φίλε κάθε Δευτέρα και μερικές Πέμπτες πρωί, μου φαίνεται δεν ξαναντουφεκώ! Θα τα ανοίγω και δρόμο στα πουρνάρια να μην τα ξαναδείτε! Όχι να βαρέσω γουρούνι άλλη φόρα!!! Άντε τώρα στο κλείνω το τηλέφωνο και δεν δικαιολογείσαι ούτε συ που δεν μένεις στο χωριό αλλά στην Πόλη».
Ακούστηκε αγριεμένος;… Μπα! περισσότερο απογοητευμένος από την ταλαιπωρία που τον περίμενε. «Νάζια και παραπονάκια!» του λέω να τον ηρεμήσω…
-«Σάκη άντε να ξεκινήσουμε» ακούστηκε η βαριά, σίγουρη και ήρεμη φωνή του μπάρμπα-Νάσου από δίπλα με τον χαρακτηριστικό ήχο του τροχίσματος να ακούγεται γοργός και συρτός…
Δίκιο μεγάλο ο Σάκης ο Γκαραβέλης ο «Ξεσυλλόγιαστος» όπως τον φωνάζουμε. Δίκιο μεγάλο γιατί το καπρι δεν είναι μόνο «το βάρεσα και το τέντωσα καταγής» μα και τα αμέσως επόμενα απαιτούμενα…
Μέσα μου νιώθω την ανάγκη σήμερα να γράψω αυτά που σκεφτόμουν καιρό, κάθε φορά που είχα την στιχομυθία αυτή. Πολλές φορές, κάθε χρόνο. Τι και αν είσαι παλληκάρι παγανιέρης και με το χνώτο σου στο αυτί τους, πολλές φορές και με κανένα παγανοφύσιγγο στα πισινά τους, τα ξεφωλιάζεις κοπάδια τα Αγριογούρουνα από τα ανήλιαγα κλειστά, στα κακοτράχαλα βουνά μας τα γεμάτα βράχια και παγίδες οπού γιατακιάζουν. Το ότι τα κάνεις να πετάγονται σαν τα διαόλια και να ανεβαίνουν στην δασωμένη πλαγιά του βουνού, σαν ποτάμι θολό που ζωντάνεψε και πάει κόντρα τον ανήφορο για τα καρτέρια, που αμίλητα και ατσίγαρα προσμένουν με το όπλο σφιγμένο τι είναι; Τίποτα. Τι και αν με πάγο αντί για αίμα στις φλέβες και νεύρα από ατσάλι ήρεμος και ατάραχος, μπαίνεις μουλωχτά στο γιατάκι του Μονιά και στο ξεπέταγμα του να σε σκίσει, τον τελειώνεις με μια σφαίρα; Που αν αστοχήσεις πέθανες. Τίποτα.
Το ότι χάλασαν ασύρματοι, κινητά και τηλέγραφα, ξαφνικά άμα τον πυροβολισμό και το «Τέλος» που φώναξες; Μην σε ξαφνιάζει που δεν σε ξαφνιάζει γιατί το συνήθισες πια! Και τι έγινε σαν τραβάτε τρείς νοματαίοι εκατόν ογδόντα κιλά κάπρο τον ανήφορο μόνοι σας; Τίποτα.
Όλα αυτά είναι πάνω στην φωτιά και στην φωτιά είσαι κομμάτι της και δεν σε καίει λένε ακόμα και όταν λαμπάδα γίνεσαι και καίγεσαι και συ… Μα την άλλη μέρα που πας και βλέπεις την «Σοδιά» την Θήρευση και πρέπει να γδαρθεί να ζυγιστεί και ακριβοδίκαια να τεμαχιστεί και να μοιραστεί σωστά, εκεί είσαι ήρωας! Εκεί ναι! θέλει και ψυχή και καρδιά και νου και όλα!
Όταν το Αγριογούρουνο πέσει δύο πράγματα με έμαθαν από παιδί να κάνω. Ένα να το «σιγουρεύω εντελώς» κόβοντας την τραχεία του, «σφάζοντας» το δηλαδή και δεύτερο να του αφαιρώ τους όρχεις αν είναι αρσενικό. Να μην πάρει μυρουδιά το κρέας. Αυτό είναι τα απαράβατα βήματα που θα κάνει ο κυνηγός που το θήρευσε ή όποιος έρθει κοντά και για να ξαποστάσει ο Θηρευτής αφού του δώσει τα «συχαρίκια» θα αναλάβει να το ετοιμάσει για το τράβηγμα. Εκεί που τα «γαλλικά» έχουν τον πρώτο λόγο, γιατί πολλοί ψάχνουν ευκαιρία να την κοπανήσουν. Ειδικά άμα είναι μεσημέρι- απόγευμα και να πάνε άλλος για άρμεγμα, άλλος για να κλείσει τα γελάδια μέσα, και άλλος για να ταΐσει τις κότες απογευματιάτικα!
Το βασικό είναι να καθαριστεί γρήγορα ώστε να αρχίσει να «κρυώνει» νωρίς. Φυσικά αν είναι ζέστη πρέπει το θήραμα να ανοιχτεί επιτόπου ώστε να μην μυρίσει γιατί ειδικά στις αρχές του φθινοπώρου τα πράγματα είναι ζόρικα. Το Θήραμα από το σημείο που έπεσε μεταφέρεται στο όχημα ολόκληρο συνήθως. Κατόπιν σε μια βρύση ή ποτάμι σε τρεχούμενο νερό ώστε αφού αφαιρεθούν τα εντόσθια να πλυθεί από το αίμα. Πολλές φορές όμως επειδή το θήραμα είναι μεγάλο και λίγοι εκείνοι που θα το τραβήξουν, ανοίγεται επιτόπου και αφαιρούνται τα εντόσθια αφού γίνει ένας πρόχειρος έλεγχος για την ποιότητα της υγείας του. Άρα πρέπει στοιχειωδώς όλοι οι κυνηγοί του Αγριόχοιρου να ξέρουν να εκσπλαχνίζουν ένα ζώο. Πολλές φορές ακόμη και όταν είναι μικρό το ανοίγουμε για να το μεταφέρουμε στην πλάτη όντες μόνοι μας εκεί που το θηρεύσαμε, γιατί ίσως το κυνήγι να συνεχίζεται αλλού από τους συντρόφους. Έτσι γίνεται ευκολότερη η μεταφορά.
Το μαχαίρι του γουρουνοκυνηγού πρέπει, να είναι κοφτερό και μυτερό και συνάμα μεγάλο γατί στην Φύση μπορεί να γίνει εργαλείο επιβίωσης. Καλό όμως είναι να έχει και σουγιά πολύ κοφτερό για τον εκσπλαχνισμό και το γδάρσιμο, ο οποίος να έχει την δυνατότητα «σταθεροποίησης της λάμας». Δηλαδή να έχει μηχανισμό που να αποτρέπει το τυχαίο κλείσιμο.
Κάποια στιγμή με κόπο ιδρώτα, παράπονα, πειράγματα γέλιο και «γαλλικά» ίσως για το «που πηγές και το σκότωσες ρε; σε χειρότερο μέρος δεν μπορούσες;» το θήραμα θα φτάσει στο «Στρατηγείο» της ομάδας. Στο Ψυγείο ή στο τσιγκέλι να περιμένει το σίτεμα μια δυο μέρες τον χειμώνα ίσως, με την παγωνιά. Όμως κάποια στιγμή θα πρέπει να γδαρθεί, να τεμαχιστεί, να μοιραστεί. Το μοίρασμα γίνεται παραδοσιακά σε κομμάτια ίσης αξίας και ίσου βάρους. Το κεφάλι πάει στον θηρευτή. Βέβαια τα γερά ντουφέκια της κάθε παρέας μόνο για το κεφάλι δεν νοιάζονται, εκτός και αν έχουν σόι με μεγάλη αγάπη στον πατσά.
Το κεφάλι του σπάνιου Κάρπου με δόντια μεγάλα ή θα βαλσαμωθεί από μέλος της παρέας αν το παραχωρήσει ο δικαιούχος και ο Αρχηγός. Αλλιώς τα δόντια του με προσοχή θα βγουν με βράσιμο και θα γίνουν τρόπαιο στον τοίχο, τα τυχερά, ή σε ρόλο φυλακτού στον καθρέφτη του αυτοκινήτου!
Μα ο κόπος των συντρόφων που αναλαμβάνουν να κάνουν την μοιρασιά όταν όλη η ομάδα για λόγους «υπεράνω ανάγκης», όπως λένε μερικοί, δεν μπορεί να βοηθήσει σε μέρες με κάρπωση είναι μεγάλος. Όμως το παλληκάρι δεν φαίνεται μόνο στην στάμπα και στο καρτέρι αλλά και στην προσφορά του στο τελείωμα του κυνηγίου. Εκεί που όλοι θα μείνουν ικανοποιημένοι. Εκείνοι για τον κόπο τους θα πάρουν από ένα ψαρονέφρι ο καθένας παραπάνω. Ο κόπος είναι μεγάλος γιατί πρέπει να νοιαστούν για την ποιότητα του κρέατος πλέον και να απομακρύνουν οποία τμήματα του έχουν έρθει σε επαφή με τα βλήματα κατά την θήρευση. Διότι δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε πως οι άνθρωποι της Επαρχίας ξέρουν ενστικτωδώς να φυλάγονται προληπτικά και σχολαστικά να τηρούν τους άγραφους νόμους.
Στο τέλος, αφού μπει το κάθε μερίδιο στις σακούλες, αυτό που μένει σαν γεύση είναι το τσίπουρο ή το κρασί και ο μεζές που πέφτει στα κάρβουνα σαν παίρνει να τελειώσει η δουλειά και με τους βασικούς «γδαρτάδες» όποιος είναι εκεί πίνουν στην υγεία της παρέας και την δική τους, κάνοντας το καθήκον τους. Να περάσουν γενιές δεκατέσσερις όλους εμάς που δεν ήμαστε εκεί να βοηθήσουμε στο μοίρασμα του κόπου!
Ακόμη και τα ακούραστα παλληκάρια που κοντά στα σκυλιά έτρεχαν όλο το Σαββατοκύριακο για να επιτευχθεί η κάρπωση δεν ξεφεύγουν από το «κατηγορητήριο» που γίνεται με αγάπη αληθινή στο τηλέφωνο ή στο καφενείο το βράδυ σαν ανταμώσουν ξανά. Εκεί σκύβει το κεφάλι του και ο καλύτερος κυνηγός που «λούφαρε» ακούγοντας την φράση: «Λοιπόν καλά τα σκοτώνεις, αλλά άμα είναι να μην έρθεις την Δευτέρα μην τα ξανατραβήξεις τα γουρούνια από το κλειστό. Άστα να τα φάνε οι αλεπές!!!»