Ο αφανής Ήρωας της παρέας...
Δεν είναι ο νους μου σήμερα που γράφει, να αραδιάσει ιστορίες για μεγάλους Αρχηγούς και θηράματα θρυλικά ούτε για σκύλους «στρατηγούς». Σήμερα πήρε η καρδιά μου την πένα και όχι το μυαλό και γράφει για τον αφανή κυνηγό. Για εκείνον που ξέρει να είναι από μόνος του «ο μικρός της παρέας» και ας αξίζει όσο όλοι οι άλλοι μαζί μόνος του. Και γίνεται «μικρός» και ας ξέρει τι αξίζει.
«Μερικές φόρες το πιο ταπεινό λουλούδι, είναι το μεγαλύτερο φάρμακο του κόσμου, αλλά δεν το ξέρεις και το πατάς χωρίς να νιώθεις τύψεις …»
Να, αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω σε μια παρέα εκείνους, που στο καφενείο ο καθένας πειράζει άδικα γιατί δεν είναι αμίλητοι και παίζουν τον «καμπόσο». Εκείνους που στο βουνό όλοι βλέπουν την πλάτη τους στο γοργοπάτημα και το ντουφέκι τους σημαδεύει αλάθητα, όπως αλάθητο το «κόψιμο» τους σαν βγουν να βρουν ντορό. Εκείνους τους ταπεινούς που γελάνε και αστειεύονται, μα που μπορεί τα ποδάρια τους να έχουν για ισιάδι την ανηφόρα και την κατηφόρα, ακόμα και αν σε κάθε βήμα τους τρυπούν σαν σουβλιά οι πόνοι, από ένα τραύμα παλιό. Κανείς δεν θα το καταλάβει στο βουνό! «Εκεί που ισιώνει ο αετός, γλάρου φτερό δεν βλέπεις!».
Μόνο σαν πάνε στον καφενέ θα κουτσαίνουν λίγο μετά, μα κανείς τους δεν θα πει «Εκεί είναι μακριά, αρχηγέ…» και «αυτό δεν γίνεται, το κλειστό αυτό είναι απέραστο!». Ούτε θα ακούσεις να λένε πως κουράζονται ποτέ!
Με επιείκεια αντιμετωπίζει τους συντρόφους, που όλο κάνουν θαύματα στο καρτέρι και ποτέ δεν έδωσαν ένα θήραμα σε εκείνον με τον κόπο τους. Αυτούς που με το παραμικρό τον «παίρνουν σβάρνα» άμα κάτι δεν πάει καλά. Στο βουνό φυσικά είναι πολλές φορές που θα γίνει αυτό γιατί το θήραμα δεν είναι κοπάδι να το σαλαγήσεις. Χωρίς βέβαια εκείνοι να έχουν κάνει τίποτα παρά να στέκουν σαν κριτές, σαν κήνσορες και πρυτάνεις στο καρτέρι, ίσως και δέκα μέτρα μακριά από το αμάξι τους.
Τον καλόψυχο καλαμπουρτζή με τα ατσάλινα χέρια, που πρώτος θα ζαλωθεί το θήραμα. Εκείνον που τρέχει να βοηθήσει τον καρτεριτζή ακόμη και αν βγαίνει από την παγάνα τσακισμένος, αν και ο άλλος μπορεί να το βάρεσε μεν, αλλά… δεν μπορεί να το τραβήξει γιατί τον πονάει η μέση! Αυτός ο Σύντροφος που θα βγει με χίλια βάσανα από την ρεματιά χωρίς να καταδεχτεί να αλλάξει με άλλον στιγμή, που ούτε το όπλο του δεν δίνει να φορτωθεί άλλος, όσο εκείνος τραβάει.
Θα φύγει πολλές φορές, πικραμένος μέσα του, από την παρέα για το σπίτι. Ίσως κάποτε θυμώσει και τα «χίλια δίκια» να έχει πάλι αν μιλήσει κακός θα φανεί, γιατί έμαθαν όλοι ότι είναι καταδεκτικός και ταπεινός. Οι πιο πολλοί έχουν την νοοτροπία, «έλα ρε και τι έγινε; εγώ μια κουβέντα είπα έτσι για να την πω!». Μα κουβέντα πικρή, την κουβέντα την καλή δεν την λένε εύκολα οι μικροί στην αξία. Θα σηκωθεί να φύγει πικραμένος από την παρέα που κάθεται μετά το κυνήγι στην ταβέρνα ή στο καφενείο για να μην πει κουβέντα άσχημη. Μόνος του θα κατηγοράει τον εαυτό του, γιατί δεν το παίζει ασήκωτος και σκληρός παρά έχει λόγο καλό για όλους και δίνει θάρρος και στον πιο μικρότερο και στον τεμπέλη ακόμα, ξέροντας πως όλοι χρειάζονται στην ΠΑΡΕΑ. Μόνος του θα τα βάζει με τον εαυτό του και την παρέα δεν θα σκεφτεί λεπτό να την αφήσει…
Πώς να την αφήσει! Μα για την παρέα μειώνει το Εγώ του. Μειώνει την αξία του και ζητάει από τον αρχηγό εντολή για ότι εκείνος θέλει. Και στην στάμπα πρώτος θα πάει, αφήνοντας το καλό καρτέρι σε εκείνον, που άμα το Καπρι βγει ανάποδα θα τον κατηγορήσει για άχρηστο! Και όταν το χτυπήσει αφού του το έβγαλε δεν βλέπει ποιος αγωνίστηκε να το βγάλει…
Και ακόμη σαν μπει στην στάμπα, που κανείς δεν έμπαινε, όταν ακόμα «φυσούσε» το μανιωμένο καπρί στα αφηνιασμένα γύρω του σκυλιά και το τελειώσει, του λένε κάποιοι ότι «μόνο τα βαρεμένα σκοτώνεις»!
Είναι εκείνοι που αν βλέπουν τον αρχηγό να κάνει λάθος κίνηση, δεν θα του πουν κουβέντα και θα την καλύψουν κιόλας απέναντι στον επίβουλο, που θα πάει να την βγει για εξυπνάκιας έστω μια φορά στον Αρχηγό. Παραπονιάρηδες είναι και με το αστείο στο στόμα, αλλά δεν προσβάλουν κάποιον που έχασε την σίγουρη ντουφεκιά, ενώ εκείνος θα τους κατηγορήσει που δεν πέτυχαν το καπρι που έτρεχε με χίλια από τα διακόσια μέτρα μακριά μια φορά και ας το έχουν πετυχει δέκα!
Και όταν είναι εύστοχοι ακόμα μπορεί να ακούσουν και κουβέντες γιατί ντουφεκάς από μακριά και μας χάλασες την παγάνα. Μα σαν φτάσει το σκυλί και σταματήσει στο ψόφιο θήραμα τότε θα πάψουν και δεν θα πουν κουβέντα για τις κατηγόριες που από ζήλεια ίσως άκουσαν. Απλά ένα: «Ε, παιδιά, έπεσε! Δόξα τον Θεό!». Και μετά από κάθε επιτυχία θα κάνουν τον σταυρό τους και δεν θα αποδώσουν στην αξία τους την επιτυχία αλλά στον Θεό και στην παρέα. Μόνο τις αποτυχίες χρεώνουν κρυφά και φανερά στον εαυτό τους!
Εκείνος που ποτέ δεν θα πει σαν χτυπήσει το Καπρι το δυνατό «το ξέσκισα» , «το έκαμα, το έρανα» ή να το στολίσει με βρισιές που θα αναδεικνύουν τον ανύπαρκτο ανδρισμό του, παρά ένα ξερό, απλό, «Τέλος» ή «παιδιά το πήραμε!».
Δεν θα τον βρείτε όσο και να ψάξετε στα εύκολα και «καλά» καρτέρια παρά μόνο σαν ο Αρχηγός τον ορίσει ρητά. Και πάλι αν έρθει μυξοκλαίγοντας ο «καρτεράκιας» της παρέας θα τον αφήσει εκεί στο καλύτερο καρτέρι και θα πάει κάπου παραπλεύρως να δει το κυνήγι να εξελίσσεται και πάλι θα καθαρίσει το λάθος που θα γίνει!
Σαν το σκυλί χτυπήσει και χρειαστεί κάποιος να φύγει από το βουνό ακόμα και αν είναι οκτώ το πρωί στο ξεκίνημα, πρώτος εκείνος θα μπει στο κλειστό να το βρει και να το βγάλει, ώστε να φύγει άμεσα το σκυλί για τον γιατρό. Εκεί γεμάτος αγωνία θα περιμένει να δει τον σκύλο να συνέρχεται και θα τηλεφωνήσει να ενημερώσει τους άλλους για το όλα καλά. Είναι όμως φορές που αναγκάζεται, (και είναι αρκετές που να μην ήταν), κομμάτια ψυχικά και σωματικά, να πάρει το άψυχο κορμάκι του τετράποδου συντρόφου του για να το θάψει κάπου με ασφάλεια να αναπαυτεί. Εκεί αφήνει κομμάτια της ψυχής του, μαζί με λίγους άλλους από την παρέα, χύνοντας δάκρυα σαν να χάθηκε άνθρωπος του σπιτιού…
Ο ίδιος ευαίσθητος και τρυφερός άνθρωπος είναι εκείνος, που θα βγει μπροστά σε κάθε «παράξενο» τύπο που θα απειλήσει μέλος της παρέας του στο βουνό ή θα κοροϊδέψει ένα σύντροφο του στο καφενείο. Ο άνθρωπος που κάνει πλάκα και γελάει με το παραμικρό, ένας άγγελος, μα όταν νιώσει την ανάγκη να προστατέψει γίνεται διάολος! Εκεί κανείς δεν θέλει να είναι απέναντι του και εκείνος δεν βλέπει κανέναν απέναντι του, ορμά σαν Κάπρος και τα όλα τελειώνουν.
Όλα για την παρέα. Ακόμη και στα ξωκλήσια που ανάβει κεράκια κάθε φορά που θα τα απαντήσει στην ερημιά πάντα ανάβει κεριά για την παρέα και τα σκυλιά. Αλλά πάντα μέσα του είναι ένα ατίθασο παιδί μονάχο, που στον Θεό που αγαπά, μόνο εκεί γονατίζει. Μοναχικός σαν σκέψη και σαν ψυχή, μα μπερδεύει τους πάντες με την αγάπη του για τους φίλους και για το κυνήγι και τα σκυλιά. Αγάπη για το θήραμα που κυνηγάει και έγνοια για κείνο όταν το κυνήγι τελειώσει.
Όταν βρεθεί μέσα στο ανηλιακό, στην σιωπή, απολαμβάνει το μεγαλείο της φύσης γιατί πέρα από εγωισμούς και πάθη ανθρώπινα, εκείνος είναι απλά ένα ακόμη αγριμικό του βουνού και του λόγγου που η τύχη το έφερε να ζει μες τους ανθρώπους. Δεν αγαπάει το καφενείο και στην ταβέρνα νιώθει άβολα, δεν πίνει πολύ ούτε τα χαρτιά ακουμπάει. Μόνο τους συντρόφους του κοιτάζει και απολαμβάνει την κουβέντα μαζί τους.
Σαν Λύκος καθαρόαιμος, αγαπάει αυτό που θεωρεί αγέλη, την παρέα του!
Μα πάνω από όλα την ψυχή του αγαλλιάζει το λεύτερο τρέξιμο μέσα στα ανήλιαγα του δάσους και το γάργαρο νερό από κρυφή πηγή που μόνο αγρίμια και Λύκοι σαν και εκείνον ξεδιψούν…
Εκεί θα τον βρείτε!