Το Γουρουνόσκυλο
Σαν βγεις στο βουνό με ένα Σκύλο, όπως και να τον λένε, που ξέρει τι κυνηγάς και τυχαίνει να το κυνηγά και εκείνος, από αυτούς που στο χωριό μου λένε «Καθηγητές», «Στρατηγούς» και «Πρυτάνεις» καταλαβαίνεις τι πάει να πει κυνήγι, θήραμα, «ανέβασμα» σε έναν κόσμο μαγικό!
Το τι ράτσα είναι ο Σκύλος μην το ψάχνεις πολύ γιατί το θέμα είναι όχι να «κάνει την δουλειά του» και το χατίρι σου αλλά να χαίρεται αυτό που κάνει.
Όλοι μας έχουμε ένα όνομα στο μυαλό μας που συνοψίζει όλα όσα φανταζόμαστε για ένα σκυλί. Στο δικό μου είναι εκείνος ο ΑΖΟΡ που έφυγε πολεμώντας πριν τρία χρόνια, στο δικό σου ένας Αράπης στου αλλουνού ένας Μπαρλάκ και άλλος έναν Νταβέλη. Όλα όμως είχαν ένα κοινό παρονομαστή. Ήρθαν στην ζωή μας να μας κατατρέχουν σαν μια εικόνα τελειότητας στο βουνό και στο κουμάσι. Ήρθαν για να μας δείξει ο Θεός πως πέρα από γραμμές αίματος και φυλές όταν αγγίζει με το Άγιο του χέρι ένα Ζωντανό το κάνει θρύλο που στοιχειώνει τις αναμνήσεις μας γλυκά και πάντα αποτελεί το μέτρο για κάθε εύελπι κουταβάκο...
Θα μου πεις ότι η παρέα Μετράει πάνω από όλα. Ναι . Έτσι είναι για να περάσεις καλά στο βουνό να χαρείς την βόλτα σου. Αλλά για να κυνηγήσεις χωρίς τους τετράποδους συντρόφους δεν γίνεται. Χωρίς αυτούς όλα είναι θεωρητικά και όλα στην σφαίρα της φαντασίας. Αυτό όμως που την κάνει πραγματικότητα και την ξεπερνά είναι ο σκύλος που σε ανεβάζει...
Εδώ έρχεται να γράψει την ιστορία του και να χαράξει την μνήμη και την καρδία μου ανεξίτηλα ο Αζόρ. Σαν τώρα έρχονται από την ομίχλη της θύμησης στο νου μου ο νόστος των ημερών που τον πρωτοαντάμωσα. Ήταν τα πρώτα χρόνια που κυνηγώ με την παρέα μου και αφού μου έγινε η τιμή να με κάνουν δεκτό, ήθελα να έχω και ένα σκύλο που να με συντροφεύει, αλλά και να βοηθήσει την παρέα στο κυνήγι με τον τρόπο που το είχα μάθει στην Μακεδονία και την Θράκη από παιδί. Με καλά ντοριάρικα και ψυχωμένα σκυλιά…
Ο Δήμος ο αρχηγός της ομάδας προσφέρθηκε να με βοηθήσει να βρω κάτι και μου ανέφερε για ένα σκύλο στην Τουρκία πού έγραφε ιστορία στο Βουνό. Δεν ξέρω τι με έπιασε και αποφάσισα πως θα ξοδέψω ότι απαιτείται για να τον αποκτήσω. Το τίμημα ήταν πράγματι μεγάλο για την εποχή μα όταν τον πρωτοείδα είπα:
- «Δεν ξέρω πως τον λένε μα μου αρέσει!». Ένα τρίχρωμο σκυλί καλόψυχο και σίγουρο για τον εαυτό του.
- «Αζόρ…» μου είπε ο Κώστας με τον Δήμο που ήταν εκεί και γνώριζαν για τον παιδικό μου φιλαράκο που τον κλέψανε κάτι αλήτες, ματώνοντας την παιδική μου καρδιά και κάνοντας με να κλαίω μέρες απαρηγόρητος, όταν ήμουν παιδάκι ακόμη πριν πάω σχολείο και από τότε να βλέπω όνειρα ότι ξαναγύρισε στην αυλή μου, ακόμη και σήμερα… Από τότε μίσησα παράφορα τους κλεφτοσκυλάδες πράγμα που συνεχίζει ως τώρα.
Τον Αγάπησα! Με κεφαλαίο το Α.
Πρώτη μέρα στο βουνό. Ο ντορός από έναν δασικό δρόμο έβγαινε ψηλά μέσα στο κλειστό. Πήγαμε να αφήσουμε τον σκύλο και άρχισε να γαβγίζει με φωνή καθαρή, δυνατή, μαγεία! Όνειρο! Όταν ξαφνικά κόβει το σχοινί και άρχισε να τρέχει με ρυθμό γρήγορο και ξεκούραστο! Που να τον πιάσεις! Εμείς μαθημένοι ως τότε με σκυλιά που ήταν λίγο παραπάνω από το μέτριο δεν καταλάβαμε πως πέρασε τα καρτέρια και χύθηκε σαν σίφουνας στον ντορό. Τον χάσαμε.
Το τι επακολούθησε δεν λέγεται, να χάσουμε καινούργιο σκυλάκι πρώτη μέρα; Δεν το χωρούσε ο νους μας. Όλο το βουνό ψάχναμε ως τα μεσάνυχτα, ως την ώρα που τα μάτια άρχισαν να κλείνουν και το πράγμα γινόταν πλέον επικίνδυνο για την ασφάλειά μας…
Την άλλη μέρα τα καλά νέα ήρθαν με ένα τηλέφωνο στον αρχηγό. Στο κολάρο είχε το όνομα του και ο Τσοπάνης που τον βρήκε δέκα χιλιόμετρα μακριά μας ενημέρωσε. Ο Αζόρ σαν έπεσε σκοτάδι και έπαψε να κυνηγά αναζήτησε προστασία από τους Λύκους κοντά στην Στάνη ενός γνωστού μας. Τόσο μακριά ούτε η φαντασία μας δεν ταξίδευε τότε …
Εδώ αρχίζει η εποποιία. Ακολουθούσε τον ντορό αδιαφορώντας για αλεπούδες, κουνάβια, ζαρκάδια, που θα πετάγονταν μπρός του άξαφνα, με ζέστη, κρύο και βροχή όταν κανείς άλλος σκύλος δεν μπορούσε να μυρίσει το παραμικρό. Μέσα από μαντριά, μέσα από κοπάδια, τίποτε δεν ήταν ικανό να κάνει την μύτη του να χάσει την αίσθηση του θηράματος που είχε βάλει στο κατόπι. Μπορούσες απλά να περπατάς με τον σκύλο να σε οδηγεί από το καλύτερο για σένα δρομολόγιο, λες και ήξερε που χωράς, μέσα σε κλειστά και μονοπάτια δύσβατα, χωρίς να κοιτάζεις τίποτα και όταν έπεφτε στον παραμικρό ντόρο που αξιολογούσε ότι μπορεί να τον «πάει» σε τραβούσε και γάβγιζε έντονα. Και η μοίρα του αγριογούρουνου εν πολλοίς είχε σφραγιστεί…
Προτίμηση του τα καπριά. Και όταν έτσι, απλά για αυτόν, τα έβρισκε όπου και να ήταν, σαράντα σύνορα μακριά, άρχιζε την «στάμπα» με εκείνη την αξέχαστη φωνή του που δεν σου άφηνε περιθώριο να μην καταλάβεις γιατί πρόκειται. Ούτε τα μεγάλα κοπάδια τον τρόμαζαν. Ίσα - ίσα που με την κίνηση του τα καταδείκνυε σαφέστατα.
Το πώς τα σήκωνε είναι ένα ερωτηματικό, που ποτέ δεν θα το έλυνα αν δεν τον έβλεπα στην Στάμπα. Μεγαλόσωμος δεν ήταν. Όταν όμως καταλάβαινε πως έκλεισε η παγάνα και ο παγανιέρης ήταν πλέον κοντά και έπρεπε να το σηκώσει, του γάβγιζε στο αυτί με την φωνάρα του και αν δεν έκανε το Καπρί να φύγει έχωνε και μια δαγκωνιά όπου το έβρισκε μπόσικο! Και άρχιζε η δίωξη. Ακούραστος σε βαθμό που το Αγριογούρουνο να παρακαλάει «σκοτώστε με να ησυχάσω» στο τέλος!
Δεν θα ξεχάσω κάποτε που κυνηγούσε ένα καπρί και άκουγα την φωνή του από την άλλη πλευρά του βουνού και δίπλα σε ποτάμι. Αχνή αλλά σίγουρος ότι το μέταλλο που έκρυβε ανήκε μόνο σε αυτόν.
Τέτοιο σκυλί βγαίνει μόνο μια φορά στην ζωή μας είπαμε.
Εκείνο το πρωινό τα ίχνη φαινόταν ότι ήταν φρέσκα και τα σκαψίματα μύριζαν ακόμη και σε εμάς. Τα Σκυλιά του Κώστα του Κολτσίδα τα γάβγιζαν. «Φέρτε τον Αζόρ, για σιγουριά» είπε ο Αρχηγός.
Τον πήγα στον ντορό και άρχισε να γαβγίζει από μακριά πριν φτάσω καν και να πηδά στο στήθος μου με τα μπροστινά πόδια του για να αφήσω την αλυσίδα, γιατί το σκοινί το έκοβε όπως είπαμε, να ξεχυθεί στο κατόπι του κάπρου. Ήταν χτυπημένος πριν από ένα μήνα και η παραμονή για νοσηλεία τον έκανε ανυπόμονο να πάει να κάνει ότι χαιρόταν περισσότερο. Να κυνηγήσει. Τα καρτέρια μπήκαν στην θέση τους γύρω από το απέραντο πουρναροτόπι και ορίστηκε το που θα πήγαινα και εγώ. Έτοιμοι όλοι.
«Άντε αγόρι μου! Προσοχή!» του είπα με αγάπη σαν να μιλούσα στο παιδί μου…
Έφυγε γεμίζοντας μελώδια με το γάβγισμα του το μουντό πρωινό, με το χιονόνερο να πέφτει μέσα στην παγωνιά βάζοντας ακόμη μια πινελιά στο χειμωνιάτικο κάδρο και να δίνει έναν τόνο μελαγχολικό και μουντό, σαν από πολεμική ταινία για ήρωες του μεσαίωνα.
Σε λίγο το βρήκε. Στάμπα! Αφήσαμε και τα άλλα σκυλιά τον Τζακ και τον Παρδάλη. Μάχη με γαβγίσματα αδιάκοπα, που σκίστηκε από δυο τουφέκια της παγάνας να το σηκώσουν.
Έφυγα τρέχοντας να πάω στο καρτέρι μου. Και δεν ήταν κοντά. Σηκώθηκε. Το κυνηγητό που εναλλασσόταν με στάμπες και ξανά ξεφώλιασμα έδινε και έπαιρνε. Έφτασα κοντά στο μέρος που θα έπιανα. Φορούσα πάνω από το μπουφάν και το γιλέκο και ένα πορτοκαλί αδιάβροχο. Δεν άκουγα από ώρα τα σκυλιά καλά. Ήταν σε μια χούνη! Ακούστηκε σαν να έσκουξε ένα σκυλί. Αλλά δεν ξεχώρισα ποιό. Ακούγονταν όλα. Φτάνοντας στο μέρος που ήθελα άκουσα λαχάνιασμα σαν του Κάπρου. Αλλού ακούγονταν το γαβγητό.
-«Σάκη κόψε τις πλάκες, θα σε πάρει κανένας για γουρούνι καμία φορά» είπα πιστεύοντας πως με είδε ο Γκαραβέλης μέσα από το κλειστό όπου θα είχε πιάσει καρτέρι, τόσο πορτοκαλής που ήμουν και μου έλεγε να πάω πιο αριστερά, πήγα. Έπιασα σε ένα ξέφωτο και περίμενα με τα μάτια καρφωμένα στο σύρραχο πάνω μου. Το είδα.
Ερχόταν σαν βολίδα, μαζεμένο σαν να είχε κάνει μια ζημιά, σκίζοντας τα πουρνάρια όπου έκλειναν το μονοπάτι που χάραζε και παραμερίζοντας λιθάρια στο ποδοβολητό του. «Ένα είναι σκέφτηκα» τα τρία μονόβολα που σαν οχιές φώλιαζαν στο όπλο μου έφταναν και περίσσευαν. Μην μου φύγει προς τα κάτω. Σήκωσα τoτουφέκι μου και σαν έφτασε κάτω από εκατό μέτρα του έριξα την πρώτη. Το πήρε δυνατά. Συνέχισε, βλέποντας με, ίσια πάνω σε μένα με το γνωστό μίσος τους για εκδίκηση σαν λαβωθούν γερά και με την δεύτερη από τα πενήντα μέτρα έφτασε λίγα μέτρα από τα πόδια μου και έμεινε εκεί. Τα σκυλιά του Κώστα ήρθαν σε λίγο και δάγκωναν. Αλλά εγώ περίμενα τον Αζορ που έκανε όλη την δουλειά. Περίμενα τον Αζορ άλλη μια φορά…
Δεν ερχόταν. Τότε θυμήθηκα το GPSκαι ότι είχε κολάρο. Άνοιξα το μηχάνημα και τον έβλεπα σταθερό σε ένα μέρος να κουνιέται για λίγο και να σταματά. Ήταν στο πιο κλειστό σημείο του βουνού. Άρχισα να το σκίζω από κάτω προς τα πάνω. Με πόνο, αγωνία, φόβο και μίσος για τα πουρνάρια που έφραζαν τον δρόμο μου… Εκατόν πενήντα μέτρα μισή ώρα…
Σαν έφτασα είδα την εικόνα που πάντα θα θυμάμαι με πόνο... Ο Αζορ καθισμένος στα πίσω πόδια να με κοιτάζει στα μάτια, με το στομάχι και τα έντερα έξω από την κοιλιά … Δεν θυμάμαι να έχω πονέσει τόσο πολύ για ζωντανό στην ζωή μου… Αν έκλαψα, τι έκανα, το ξέρουν εκείνοι που σε λίγο ήρθαν από τα ψηλότερα και με βρήκαν εκεί αγκαλιά με τον Αζόρ… Ο Δήμος ο Αρχηγός και ο Κώστας ένας λαγάς φίλος που έσπευσε να βοηθήσει… Ακόμη τα μάτια μου τρέχουν σαν γράφω τις αράδες τούτες. Πάντα κοντά στα σκυλιά μας να τα φυλάω από την οργή του θεριού και κεινη την μέρα μακριά…
Πήραμε τον σκύλο τυλιγμένο και από το μονοπάτι που χάραξα να πάω, τον κατεβάσαμε το τζιπ μου και έφυγα με χίλια μέσα απ την λάσπη που προσπαθούσε να με πετάξει από τον δρόμο και από εκεί στον γιατρό στη Λάρισα. Το καλοριφέρ στο φουλ και έσκυβα και να δίνω την ανάσα μου να τον ζεσταίνω την μύτη κάθε λίγο οδηγώντας. Αγωνία…
« Αργά, πιο αργά», «εσύ σκοτώσου αν θες, αλλά άλλη μέρα, σήμερα πρέπει να πάει το σκυλί στον γιατρό» έπιασα τον εαυτό μου να μου λέει. Πήγα. Μαζί με τον Γιατρό βοηθώντας τον. Έκανε τα πάντα άψογα και γρήγορα, γιατί φοβόταν πως η υποθερμία είχε κάνει την δουλειά της. Έκλεισε το τραύμα όπως ήθελε. Το Αζόρ ζούσε, τον κράτησε στη κλινική.
Την άλλη μέρα πήγα στο κυνήγι και ήλπιζα πως το Αζόρ μπορεί να γλύτωνε όπως και άλλη φορά… Αλλά κάτι μέσα μου με πάγωνε… Γυρνώντας στο αυτοκίνητο από το βουνό έκανα το εικοστό τηλέφωνο από το πρωί στον γιατρό. Ανάσαινε. Στον δρόμο χτύπησε το τηλέφωνο. Ήξερα. Ο φίλος μου ο Αζόρ έφυγε…
Πήγα τον πήρα και με τον φίλο μου τον Κώστα Γκουντούλα τον πήγαμε σε ένα σημείο κοντά στο ποτάμι, όμορφο και μαζί του έθαψα ένα κομμάτι από την καρδιά μου. Ο τρείς ντουφεκιές μου που έσκισαν την σιωπή του σκοτεινού απογεύματος, έστειλαν το τελευταίο μου αντίο στον Αζόρ στα κυνηγοτόπια του παραδείσου…
Το Καπρί που τον σκότωσε και έτυχε να πέσει από εμένα, από εκεί που το άφησα δεν το είδα ξανά ολόκληρο, ούτε ήθελα να το δω. Μόνο ένα πράγμα ζήτησα.
Τα δόντια του «τελευταίου κάπρου του Αζόρ», που κοσμούν το γραφείο μου, ήταν τα δόντια που μαζί με την ζωή του Αζόρ σκότωσαν και ένα κομμάτι της καρδιάς μου. Με έκαναν αμείλικτο διώκτη κάθε ψύχραιμου Καπριού και έτοιμο να σταθώ κάθε φορά ανάμεσα σε ένα τραυματισμένο καπρί και το σκυλί που το σταμπάρει. Με έκαμαν Λύκο….